μέδων: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
(Autenrieth) |
(24) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=οντος ([[μέδομαι]]): [[ἁλός]], [[ruler]] of the [[sea]], Od. 1.72; pl., ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες, counsellors. | |auten=οντος ([[μέδομαι]]): [[ἁλός]], [[ruler]] of the [[sea]], Od. 1.72; pl., ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες, counsellors. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μέδων]], -οντος, ὁ (Μ)<br />(για τον Χριστό) ο Κύριος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. της μτχ. του ρήματος [[μέδω]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 111] οντος, ὁ, wie μεδέων, der Fürsorger, Obwalter, Schirmer, bei Hom. gew. Verbindung ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες, von den Ersten des Volkes, die im Kriege es führen u. im Rathe sitzen, Ἀργείων, Δαναῶν, Φαιήκων, im sing. Od. 1, 72, vom Phorkys, μέδων ἁλός, der Herrscher des Meeres, der Meergott. Vgl. μέδω, μέδομαι, μεδέων. – Das fem. μέδουσα bei Sp.
French (Bailly abrégé)
οντος (ὁ) :
chef, roi.
Étymologie: μέδω.
English (Autenrieth)
οντος (μέδομαι): ἁλός, ruler of the sea, Od. 1.72; pl., ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες, counsellors.
Greek Monolingual
μέδων, -οντος, ὁ (Μ)
(για τον Χριστό) ο Κύριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. της μτχ. του ρήματος μέδω].