λαθητικός: Difference between revisions
αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui se cache volontiers, qui aime à se cacher.<br />'''Étymologie:''' [[λανθάνω]]. | |btext=ή, όν :<br />qui se cache volontiers, qui aime à se cacher.<br />'''Étymologie:''' [[λανθάνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λαθητικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που διαφεύγει ή μπορεί να διαφύγει την [[προσοχή]] των άλλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαθ</i>- του [[λανθάνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>λαθ</i>-<i>ον</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ητικός</i> [[κατά]] το [[σχήμα]] [[μανθάνω]] - [[μαθητής]] / [[μαθητός]] - [[μαθητικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A likely to escape detection, Arist.Rh.1372a21.
German (Pape)
[Seite 5] der sich leicht verbergen kann, leicht verborgen bleibt, λαθητικοί εἰσιν οἵ τ' ἐναντίοι τοῖς ἐγκλήμασιν, οἷον ἀσθενὴς περὶ αἰκίας, Arist. rhet. 1, 12, was er selbst auch ausdrückt δύνανται καὶ πράττειν καὶ λανθάνειν.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰθητικός: -ή, -όν, ὁ διαφεύγων ἢ δυνάμενος νὰ διαφύγῃ τὴν προσοχὴν τῶν ἄλλων, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 5.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui se cache volontiers, qui aime à se cacher.
Étymologie: λανθάνω.
Greek Monolingual
λαθητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που διαφεύγει ή μπορεί να διαφύγει την προσοχή των άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαθ- του λανθάνω (πρβλ. αόρ. β' ἔ-λαθ-ον) + επίθημα -ητικός κατά το σχήμα μανθάνω - μαθητής / μαθητός - μαθητικός.