μετωπίδιος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.
(Bailly1_3) |
(25) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />du front.<br />'''Étymologie:''' [[μέτωπον]]. | |btext=ος, ον :<br />du front.<br />'''Étymologie:''' [[μέτωπον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μετωπίδιος]], -ία, -ον (Α)<br />[[μετωπιαίος]], [[μετωπικός]], του μετώπου («[[μετωπίδιος]] [[ἱδρώς]]», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτωπον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίδιος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πτερ</i>-[[ίδιος]], <i>ωμ</i>-[[ίδιος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A = μετωπιαῖος, ἱδρώς Hp.Mul.2.171 (cj. for -ιδαῖος; v.l. περιμετωπίδιος) ; πλέγμα AP9.543 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 164] = μετωπιαῖος; ἱδρώς, Hipp.; πλέγμα, Philp. 62 (IX, 543).
Greek (Liddell-Scott)
μετωπίδιος: -ον, = μετωπιαῖος, Ἀνθ. Π. 9. 543· ἴδε Λοβ. Φρύν. 557.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
du front.
Étymologie: μέτωπον.
Greek Monolingual
μετωπίδιος, -ία, -ον (Α)
μετωπιαίος, μετωπικός, του μετώπου («μετωπίδιος ἱδρώς», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + επίθημα -ίδιος (πρβλ. πτερ-ίδιος, ωμ-ίδιος)].