λεωφόρος: Difference between revisions
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui porte le peuple, <i>càd</i> par où passe le peuple.<br />'''Étymologie:''' [[λεώς]], [[φέρω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui porte le peuple, <i>càd</i> par où passe le peuple.<br />'''Étymologie:''' [[λεώς]], [[φέρω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br />[[πλατύς]] και [[πολυσύχναστος]] [[δρόμος]], ο [[οποίος]] [[είτε]] βρίσκεται σε [[κέντρο]] πόλης ή σε καίριο [[σημείο]] της [[είτε]] συνδέει το [[κέντρο]] πόλης με τα [[περίχωρα]] ή τα [[περίχωρα]] [[μεταξύ]] τους (α. «[[λεωφόρος]] Συγγρού» β. «[[λεωφόρος]] Ποσειδώνος»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεωφόρος]] (ΙΙ). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>boulevard</i> <span style="color: red;"><</span> ολλ. <i>bolwerc</i> «[[προμαχώνας]]»].———————— <b>(II)</b><br />[[λεωφόρος]] και [[λαοφόρος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> (για δρόμο η [[πύλη]]) αυτός από τον οποίο διέρχεται ο [[λαός]] («[[ὑπὲρ]] τῶν [[μάλιστα]] λεωφόρων πυλέων τοῡ ἄστεος τάφον ἑωντῇ κατεσκευάσατο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[λεωφόρος]]<br />η [[πόρνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεω</i>- (<b>βλ.</b> <i>λαο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A v. λαοφόρος. λῇ, λῇς, etc., v. λῶ. ληβόλε· λιθοβόλε, ἄξιε λιθασθῆναι, Hsch. ληβολία· δημοσία κοπρία, Id.
German (Pape)
[Seite 37] Volk tragend, ἡ λ., sc. ὁδός, Landstraße, Heerstraße, Plat. Legg. VI, 763 c u. 881; wie Hdn. 8, 8, 16; ἐκτροπαί Eur. Rhes. 881; αἱ μάλιστα λ. πύλαι, die am meisten passirt werden, Her. 1, 187.
Greek (Liddell-Scott)
λεωφόρος: -ον, ἴδε ἐν λ. λαοφόρος καὶ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 94.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte le peuple, càd par où passe le peuple.
Étymologie: λεώς, φέρω.
Greek Monolingual
(I)
η
πλατύς και πολυσύχναστος δρόμος, ο οποίος είτε βρίσκεται σε κέντρο πόλης ή σε καίριο σημείο της είτε συνδέει το κέντρο πόλης με τα περίχωρα ή τα περίχωρα μεταξύ τους (α. «λεωφόρος Συγγρού» β. «λεωφόρος Ποσειδώνος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεωφόρος (ΙΙ). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. boulevard < ολλ. bolwerc «προμαχώνας»].———————— (II)
λεωφόρος και λαοφόρος, -ον (AM)
1. (για δρόμο η πύλη) αυτός από τον οποίο διέρχεται ο λαός («ὑπὲρ τῶν μάλιστα λεωφόρων πυλέων τοῡ ἄστεος τάφον ἑωντῇ κατεσκευάσατο», Ηρόδ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λεωφόρος
η πόρνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεω- (βλ. λαο-) + -φόρος < φέρω.