λουτήριον: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ τοῖς φυσικοῖς ἀεὶ οὕτως, ἂν μή τι ἐμποδίσῃ → in natural products the sequence is invariable, if there is no impediment | now with that which is natural it is always thus if there is no impediment

Source
(6_22)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λουτήριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[λουτήρ]], Ἀντιφάν. ἐν «Τραυματίᾳ» 2· λουτήρια μέγιστα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 332. ΙΙ. [[εἶδος]] ποτηρίου, Ἐπιγέν. ἐν «Μνηματίῳ» 1.
|lstext='''λουτήριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[λουτήρ]], Ἀντιφάν. ἐν «Τραυματίᾳ» 2· λουτήρια μέγιστα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 332. ΙΙ. [[εἶδος]] ποτηρίου, Ἐπιγέν. ἐν «Μνηματίῳ» 1.
}}
{{grml
|mltxt=[[λουτήριον]], τὸ (AM, Α δωρ. τ. [[λωτήριον]]) [[λουτήρ]]<br />ο [[λουτήρας]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[δοχείο]] στο οποίο πλένονται τα ποτήρια<br /><b>2.</b> το [[βαπτιστήριο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ποτηριού.
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λουτήριον Medium diacritics: λουτήριον Low diacritics: λουτήριον Capitals: ΛΟΥΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: loutḗrion Transliteration B: loutērion Transliteration C: loutirion Beta Code: louth/rion

English (LSJ)

τό, Dor. λωτήριον Tab.Heracl.1.184,

   A = λουτήρ, Antiph.208, IG22.1425.371 (iv B. C.), PLond.2.193.21 (ii A. D.); λουτήρια μέγιστα A.Fr.366.    II a kind of cup, Epig.6.

Greek (Liddell-Scott)

λουτήριον: τό, ὑποκορ. τοῦ λουτήρ, Ἀντιφάν. ἐν «Τραυματίᾳ» 2· λουτήρια μέγιστα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 332. ΙΙ. εἶδος ποτηρίου, Ἐπιγέν. ἐν «Μνηματίῳ» 1.

Greek Monolingual

λουτήριον, τὸ (AM, Α δωρ. τ. λωτήριον) λουτήρ
ο λουτήρας
μσν.
1. το δοχείο στο οποίο πλένονται τα ποτήρια
2. το βαπτιστήριο
αρχ.
είδος ποτηριού.