μελαμπόρφυρος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
(6_17)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελαμπόρφῠρος''': -ον, ὁ ἔχων [[χρῶμα]] πορφυροῦν μελανίζον, [[Πολυδ]]. Δ΄, 119.
|lstext='''μελαμπόρφῠρος''': -ον, ὁ ἔχων [[χρῶμα]] πορφυροῦν μελανίζον, [[Πολυδ]]. Δ΄, 119.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελαμπόρφυρος]], -ον (Α)<br />αυτός ο [[οποίος]] έχει [[χρώμα]] πορφυρό που μελανίζει, [[βαθύς]] [[πορφυρός]], [[μαυροκόκκινος]] («μελαμπόρφυρον [[ἱμάτιον]]», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πορφύρα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αλι</i>-[[πόρφυρος]], <i>παμ</i>-[[πόρφυρος]])].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαμπόρφῠρος Medium diacritics: μελαμπόρφυρος Low diacritics: μελαμπόρφυρος Capitals: ΜΕΛΑΜΠΟΡΦΥΡΟΣ
Transliteration A: melampórphyros Transliteration B: melamporphyros Transliteration C: melamporfyros Beta Code: melampo/rfuros

English (LSJ)

ον,

   A dark purple, Poll.4.119.

German (Pape)

[Seite 118] dunkelpurpurfarbig, Poll. 4, 119.

Greek (Liddell-Scott)

μελαμπόρφῠρος: -ον, ὁ ἔχων χρῶμα πορφυροῦν μελανίζον, Πολυδ. Δ΄, 119.

Greek Monolingual

μελαμπόρφυρος, -ον (Α)
αυτός ο οποίος έχει χρώμα πορφυρό που μελανίζει, βαθύς πορφυρός, μαυροκόκκινος («μελαμπόρφυρον ἱμάτιον», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πορφύρα (πρβλ. αλι-πόρφυρος, παμ-πόρφυρος)].