μετοχλίζω: Difference between revisions
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
(Autenrieth) |
(25) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=aor. opt. μετοχλίσσειε: [[pry]] or [[push]] [[back]] or [[away]]. | |auten=aor. opt. μετοχλίσσειε: [[pry]] or [[push]] [[back]] or [[away]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μετοχλίζω]] (Α)<br />[[μετακινώ]] ή [[μετατοπίζω]] [[κάτι]] χρησιμοποιώντας μοχλό, [[σηκώνω]] από το [[μέσον]] [[βαρύ]] [[αντικείμενο]] με τη [[βοήθεια]] μοχλού ή και [[χωρίς]], καταβάλλοντας όμως πολλή [[δύναμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀχλίζω]] «[[μετακινώ]], [[κινώ]] με μοχλό»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:38, 29 September 2017
English (LSJ)
A remove by a lever, hoist a heavy body out of the way, οὔ κέν τις... οὐδὲ μάλ' ἡβῶν, ῥεῖα μετοχλίσσειεν Od.23.188; οὐδέ κ' ὀχῆα ῥεῖα μετοχλίσσειε θυράων would he easily push back the bolt of the doors, Il.24.567, cf. Lyc.627, AP9.81 (Crin.); ἡ γῆ -ίζουσα [τὸν Ἀνταῖον] Philostr.Im.2.21.
German (Pape)
[Seite 162] eigtl. mit dem Hebel wegheben, einen schweren Körper wegschaffen, mit Anstrengung wegheben, οὐδέ κ' ὀχῆας ῥεῖα μετοχλίσσειε θυράων, Il. 24, 567, vgl. Od. 23, 188; sp. D., μετοχλίσσαντες τύμβου ὀχῆας, Crinag. 34 (IX, 81).
Greek (Liddell-Scott)
μετοχλίζω: μέλλ. -ίσω, διὰ μοχλοῦ μετακινῶ, αἴρω ἐκ τοῦ μέσου βαρὺ σῶμα, οὒ κέν τις… οὐδὲ μάλ’ ἡβῶν, ῥεῖα μετοχλίσσειεν Ὀδ. Ψ. 188· οὐδέ κ’ ὀχῆας ῥεῖα μετοχλίσσειε θυράων, εὐκόλως ἤθελε μετακινήσῃ τοὺς μοχλοὺς τῶν θυρῶν, Ἰλ. Ω. 567.
French (Bailly abrégé)
déplacer avec un levier, d’où avec effort.
Étymologie: μετά, ὀχλίζω.
English (Autenrieth)
aor. opt. μετοχλίσσειε: pry or push back or away.
Greek Monolingual
μετοχλίζω (Α)
μετακινώ ή μετατοπίζω κάτι χρησιμοποιώντας μοχλό, σηκώνω από το μέσον βαρύ αντικείμενο με τη βοήθεια μοχλού ή και χωρίς, καταβάλλοντας όμως πολλή δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ὀχλίζω «μετακινώ, κινώ με μοχλό»].