μετριασμός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
(6_14)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετριασμός''': ὁ, = τῷ προηγ., Σουΐδ. ἐν λ. [[ἀκρισία]].
|lstext='''μετριασμός''': ὁ, = τῷ προηγ., Σουΐδ. ἐν λ. [[ἀκρισία]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μετριασμός]]) [[μετριάζω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[μετριάζω]] η [[ελάττωση]] της οξύτητας ή της έντασης, [[περιστολή]], [[περιορισμός]] («[[μετριασμός]] της ποινής»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ανακούφιση]], [[καταπράυνση]], [[άμβλυνση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χαριεντισμός]], [[αστειότητα]], [[χωρατό]].
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετριασμός Medium diacritics: μετριασμός Low diacritics: μετριασμός Capitals: ΜΕΤΡΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: metriasmós Transliteration B: metriasmos Transliteration C: metriasmos Beta Code: metriasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A jesting, κατὰ μετριασμόν in jest, Suid. s.v. ἀκρισία.

German (Pape)

[Seite 162] ὁ, die Mäßigung, Mittelmäßigkeit, Suid. v. ἀκρισία.

Greek (Liddell-Scott)

μετριασμός: ὁ, = τῷ προηγ., Σουΐδ. ἐν λ. ἀκρισία.

Greek Monolingual

ο (Α μετριασμός) μετριάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μετριάζω η ελάττωση της οξύτητας ή της έντασης, περιστολή, περιορισμόςμετριασμός της ποινής»)
νεοελλ.
μτφ. ανακούφιση, καταπράυνση, άμβλυνση
αρχ.
χαριεντισμός, αστειότητα, χωρατό.