μῆριγξ: Difference between revisions
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
(6_12) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῆριγξ''': -ιγγος, ἡ, σκληρὰ [[θρίξ]], «[[ἄκανθα]] γινομένη ἐν τοῖς ἐρίοις τῶν προβάτων» Ἡσύχ.· [[σμῆριγξ]], ἐν Λυκόφρ. 37. | |lstext='''μῆριγξ''': -ιγγος, ἡ, σκληρὰ [[θρίξ]], «[[ἄκανθα]] γινομένη ἐν τοῖς ἐρίοις τῶν προβάτων» Ἡσύχ.· [[σμῆριγξ]], ἐν Λυκόφρ. 37. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μῆριγξ]] και [[σμῆριγξ]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> σκληρή [[τρίχα]], [[γουρουνότριχα]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) (ο τ. [[μῆριγξ]]) «[[ἄκανθα]] γινομένη ἐν τοῑς ἐρίοις τῶν προβάτων» <br />β) (ο τ. [[σμῆριγξ]]) «πόα καὶ [[εἶδος]] ἀκάνθης, σμήριγγες<br />πλεκταί, σειραί, βόστρυχοι, καὶ τῶν κυνῶν ἐν τοῑς μηροῑς καὶ τοῑς αὐχέσιν ὀρθαὶ [[τρίχες]]»<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> μαλλιά, [[τρίχες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. λέξεις που εμφανίζουν εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>ιγξ</i>, -<i>ιγγος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μήν</i>-<i>ιγξ</i>, <i>σάλπ</i>-<i>ιγξ</i>). Πρόκειται πιθ. για δύο διαφορετικές λ. με σημασιολογική [[συγγένεια]]. Η λ. <i>σμήριγξ</i> με τη σημ. «πλεκταί, σειραί» συνδέεται πιθ. με το [[μήρινθος]], ενώ η [[ερμηνεία]] «ἐν τοῖς μηροῖς καὶ τοῖς αὐχέσιν ὀρθαὶ [[τρίχες]]» [[είναι]] πιθ. μια [[προσπάθεια]] συνδέσεως της λ. <i>σμήριγξ</i> με το [[μηρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:38, 29 September 2017
English (LSJ)
ιγγος, ἡ,
A bristle, Hsch.; cf. σμῆριγξ.
German (Pape)
[Seite 177] ιγγος, ἡ, auch σμῆριγξ, hartes, steifes Haar, Borsten, VLL., wahrscheinlich mit μηρύω zusammenhangend.
Greek (Liddell-Scott)
μῆριγξ: -ιγγος, ἡ, σκληρὰ θρίξ, «ἄκανθα γινομένη ἐν τοῖς ἐρίοις τῶν προβάτων» Ἡσύχ.· σμῆριγξ, ἐν Λυκόφρ. 37.
Greek Monolingual
μῆριγξ και σμῆριγξ, ἡ (Α)
1. σκληρή τρίχα, γουρουνότριχα
2. (κατά τον Ησύχ.) α) (ο τ. μῆριγξ) «ἄκανθα γινομένη ἐν τοῑς ἐρίοις τῶν προβάτων»
β) (ο τ. σμῆριγξ) «πόα καὶ εἶδος ἀκάνθης, σμήριγγες
πλεκταί, σειραί, βόστρυχοι, καὶ τῶν κυνῶν ἐν τοῑς μηροῑς καὶ τοῑς αὐχέσιν ὀρθαὶ τρίχες»
3. στον πληθ. μαλλιά, τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λέξεις που εμφανίζουν εκφραστικό επίθημα -ιγξ, -ιγγος (πρβλ. μήν-ιγξ, σάλπ-ιγξ). Πρόκειται πιθ. για δύο διαφορετικές λ. με σημασιολογική συγγένεια. Η λ. σμήριγξ με τη σημ. «πλεκταί, σειραί» συνδέεται πιθ. με το μήρινθος, ενώ η ερμηνεία «ἐν τοῖς μηροῖς καὶ τοῖς αὐχέσιν ὀρθαὶ τρίχες» είναι πιθ. μια προσπάθεια συνδέσεως της λ. σμήριγξ με το μηρός.