μοιχοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(6_14)
(25)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μοιχοκτόνος''': ὁ, ἡ, ὁ κτείνων, φονεύων μοιχόν, Γρηγ. Ναζ. τ. 2. σ. 54Β.
|lstext='''μοιχοκτόνος''': ὁ, ἡ, ὁ κτείνων, φονεύων μοιχόν, Γρηγ. Ναζ. τ. 2. σ. 54Β.
}}
{{grml
|mltxt=[[μοιχοκτόνος]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που φονεύει μοιχό ή [[μοιχαλίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοιχός]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μητρο</i>-[[κτόνος]], <i>πατρο</i>-[[κτόνος]].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 199] den Ehebrecher tödtend, Greg. Naz.

Greek (Liddell-Scott)

μοιχοκτόνος: ὁ, ἡ, ὁ κτείνων, φονεύων μοιχόν, Γρηγ. Ναζ. τ. 2. σ. 54Β.

Greek Monolingual

μοιχοκτόνος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που φονεύει μοιχό ή μοιχαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο-κτόνος, πατρο-κτόνος.