μολυβδοτήξ: Difference between revisions
From LSJ
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
(6_11) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μολυβδοτήξ''': -ῆκος, ὁ, ὁ τήκων μόλυβδον, Θεογνώστ. Καν. 40. 23· μολιβδ-, Χοιροβ. τ. 1, σ. 309, 11, Α. Β. 1399. | |lstext='''μολυβδοτήξ''': -ῆκος, ὁ, ὁ τήκων μόλυβδον, Θεογνώστ. Καν. 40. 23· μολιβδ-, Χοιροβ. τ. 1, σ. 309, 11, Α. Β. 1399. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μολυβδοτήξ]], -ῆκος, ὁ (ΑΜ, Α και [[μολιβδοτήξ]], -ῆκος και μολιβδότηξ, -ηκος)<br />αυτός που τήκει τον μόλυβδο, ο [[εργάτης]] που λειώνει το [[μολύβι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόλυβδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τήξ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τήκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κεραμο</i>-<i>τήξ</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ῆκος, ὁ,
A melter of lead, Theognost.Can.40: μολιβδοτήξ, Hdn.Gr. ap. Choerob. in Theod.1.291: μολιβδότηξ, Anon. ap. eund.ibid.
German (Pape)
[Seite 200] Blei schmelzend, Theogn. B. A. 1340.
Greek (Liddell-Scott)
μολυβδοτήξ: -ῆκος, ὁ, ὁ τήκων μόλυβδον, Θεογνώστ. Καν. 40. 23· μολιβδ-, Χοιροβ. τ. 1, σ. 309, 11, Α. Β. 1399.
Greek Monolingual
μολυβδοτήξ, -ῆκος, ὁ (ΑΜ, Α και μολιβδοτήξ, -ῆκος και μολιβδότηξ, -ηκος)
αυτός που τήκει τον μόλυβδο, ο εργάτης που λειώνει το μολύβι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -τήξ (< τήκω), πρβλ. κεραμο-τήξ].