μύλλω: Difference between revisions
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=avoir commerce avec Théocr..<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[μύλη]]. | |btext=avoir commerce avec Théocr..<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[μύλη]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μύλλω]] (ΑΜ) [[μύλλον]]<br />[[κλείνω]] ή [[πιέζω]] τα χείλη.———————— <b>(II)</b><br />[[μύλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[συντρίβω]], [[αλέθω]]<br /><b>2.</b> συνουσιάζομαι με [[γυναίκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[μύλλω]] της αρχαίας καθομιλουμένης με σημ. «συνουσιάζομαι με [[γυναίκα]]» έχει παραχθεί από [[μύλη]] με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>λ</i>-]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:59, 29 September 2017
English (LSJ)
(μύλη)
A = βινέω, Theoc.4.58; used ἐπὶ μίξεως οὐ σεμνῆς acc. to Eust.1885.22.
German (Pape)
[Seite 217] 1) die Lippen zusammendrücken, bei geschlossenen Lippen einen Laut von sich geben, mucksen, murmeln, VLL.; vgl. μύω, μυάω u. das durch Reduplication hieraus entstandene μοιμύλλω. – 2) zermalmen, mahlen, u. übertr., wie molere, Beischlaf treiben, beschlafen, τινά, Theocr. 4, 58, wo der Schol. erkl. μύλλει ἀπὸ τῶν ἀλούντων; Hesych. erkl. πλησιάζω.
Greek (Liddell-Scott)
μύλλω: (μύλη) ὡς τὸ Λατ. molere, συνουσιάζομαι μετὰ γυναικός, μετ’ αἰτ., εἴπ’ ἄγε μ’ ὦν Κορύδων, τὸ γερόντιον ἦρ’ ἔτι μύλλει τήναν τὰν κυάνοφρυν ἐρωτίδα, τᾶς ποκ’ ἐκνίσθη; Θεόκρ. 4. 58· πρβλ. Εὐστάθ. 1885, 22, μυλλός, μυλλάς. ΙΙ. συνάγω τὰ χείλη πρὸς ἄλληλα, στόματι γὰρ μύλλειν μὲν ἔστιν, ἐννεύειν δὲ οὐκ ἔστιν Εὐστ. 1798, 43.
French (Bailly abrégé)
avoir commerce avec Théocr..
Étymologie: DELG v. μύλη.
Greek Monolingual
(I)
μύλλω (ΑΜ) μύλλον
κλείνω ή πιέζω τα χείλη.———————— (II)
μύλλω (Α)
1. συντρίβω, αλέθω
2. συνουσιάζομαι με γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μύλλω της αρχαίας καθομιλουμένης με σημ. «συνουσιάζομαι με γυναίκα» έχει παραχθεί από μύλη με εκφραστικό διπλασιασμό του -λ-].