μυάκανθος: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self

Source
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />asperge épineuse, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μῦς]], [[ἄκανθα]].
|btext=ου (ὁ) :<br />asperge épineuse, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μῦς]], [[ἄκανθα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μυάκανθος]], ὁ (Α)<br />το [[φυτό]] [[ασπάραγος]] ο [[πετραίος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἄκανθος]] (<b>πρβλ.</b> <i>λευκ</i>-[[άκανθος]], <i>μυρτ</i>-[[άκανθος]]), [[επειδή]] τα φύλλα του φυτού μοιάζουν με αφτιά ποντικού].
}}
}}

Revision as of 12:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠάκανθος Medium diacritics: μυάκανθος Low diacritics: μυάκανθος Capitals: ΜΥΑΚΑΝΘΟΣ
Transliteration A: myákanthos Transliteration B: myakanthos Transliteration C: myakanthos Beta Code: mua/kanqos

English (LSJ)

[ᾰκ], ὁ,

   A = κεντρομυρσίνη, Thphr.HP6.5.1, Orph. Fr.49.61.    II = ἀσπάραγος πετραῖος, Dsc.2.125:—Adj. μῠᾰκάνθινος, η, ον, Gal.11.841, Orib.3.4.1.

German (Pape)

[Seite 213] ὁ, Mäusedorn, wilder Spargel, auch μυάκανθα, ἡ, u. μυάκανθον, τό, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μυάκανθος: ὁ, φυτόν τι, ἄγριος ἀσπάραγος, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 5, 1· ὡσαύτως μυάκανθα, ἡ, Νόνν. Θεοφάν. 184.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
asperge épineuse, plante.
Étymologie: μῦς, ἄκανθα.

Greek Monolingual

μυάκανθος, ὁ (Α)
το φυτό ασπάραγος ο πετραίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + ἄκανθος (πρβλ. λευκ-άκανθος, μυρτ-άκανθος), επειδή τα φύλλα του φυτού μοιάζουν με αφτιά ποντικού].