μύαξ: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὶ μὲν εὐτυχοῦσιν, οὐ φρονοῦσι δέ → Multis adest fortuna, non prudentia → Viele sind im Glück und doch nicht bei Verstand

Menander, Monostichoi, 447
(6_4)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μύαξ''': -ᾰκος, ὁ, = μῦς ΙΙ, θαλάσσιον [[ὄστρεον]], «μύδι», Ξενοκρ. σ. 12, Πλίν. 32. 31. ΙΙ. = [[μύστρον]] ΙΙ, Γαλην.· ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 321. ΙΙΙ. τὸ ἄνω [[μέρος]] τῆς κόγχης Χριστιανικοῦ ναοῦ, Σωφρόνιος 3984Α, Β.
|lstext='''μύαξ''': -ᾰκος, ὁ, = μῦς ΙΙ, θαλάσσιον [[ὄστρεον]], «μύδι», Ξενοκρ. σ. 12, Πλίν. 32. 31. ΙΙ. = [[μύστρον]] ΙΙ, Γαλην.· ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 321. ΙΙΙ. τὸ ἄνω [[μέρος]] τῆς κόγχης Χριστιανικοῦ ναοῦ, Σωφρόνιος 3984Α, Β.
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[μύαξ]])<br /><b>ζωολ.</b> το [[μύδι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>αρχιτ.</b> το [[επάνω]] [[μέρος]] της κόγχης χριστιανικού ναού, [[κοίλωμα]], [[αχηβάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όστρακο, [[καύκαλο]]<br /><b>2.</b> [[κουτάλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για παράγωγο της λ. <i>μῦς</i> (<b>πρβλ.</b> και [[μυΐσκη]]) που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i>, δηλωτικό ονομάτων ζώων (<b>πρβλ.</b> <i>ασπάλ</i>-<i>aξ</i>, <i>μέμβρ</i>-<i>αξ</i>). Κατ' άλλους, [[πρέπει]] να συνδέεται με λ. που δεν έχει διασωθεί στην ελλ. και που θα σήμαινε «[[φύκι]]» (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>muscus</i> και νέο άνω γερμ. <i>Μiesmuschel</i> «[[μύδι]]»), ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] η λ. συνδέεται με το <i>μύω</i> «[[κλείνω]]». Τέλος, η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία η λ. ανήκει στο προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]] και αντιστοιχεί με το λατ. <i>m</i><i>ū</i><i>rex</i> «[[είδος]] κοχλία» δεν φαίνεται πιθανή].
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύαξ Medium diacritics: μύαξ Low diacritics: μύαξ Capitals: ΜΥΑΞ
Transliteration A: mýax Transliteration B: myax Transliteration C: myaks Beta Code: mu/ac

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ,

   A = μῦς 11, sea-mussel, Xenocr. ap. Orib.2.58.90, Dsc. 2.5, Plin.HN32.95; also of its shell, Dsc.1.32,33.    II = μύστρον 2, Crito ap.Gal.14.105; μ. χαλκοῦς Id.12.892. (Cf. Lat. mūrex.)

German (Pape)

[Seite 213] ακος, ὁ, 1) = μῦς. – 2) die Miesmuschel, Diosc. – 3) = μύστρον, Lob. Phryn. 321.

Greek (Liddell-Scott)

μύαξ: -ᾰκος, ὁ, = μῦς ΙΙ, θαλάσσιον ὄστρεον, «μύδι», Ξενοκρ. σ. 12, Πλίν. 32. 31. ΙΙ. = μύστρον ΙΙ, Γαλην.· ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 321. ΙΙΙ. τὸ ἄνω μέρος τῆς κόγχης Χριστιανικοῦ ναοῦ, Σωφρόνιος 3984Α, Β.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μύαξ)
ζωολ. το μύδι
μσν.
αρχιτ. το επάνω μέρος της κόγχης χριστιανικού ναού, κοίλωμα, αχηβάδα
αρχ.
1. όστρακο, καύκαλο
2. κουτάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παράγωγο της λ. μῦς (πρβλ. και μυΐσκη) που εμφανίζει επίθημα -αξ, -ακος, δηλωτικό ονομάτων ζώων (πρβλ. ασπάλ-, μέμβρ-αξ). Κατ' άλλους, πρέπει να συνδέεται με λ. που δεν έχει διασωθεί στην ελλ. και που θα σήμαινε «φύκι» (πρβλ. λατ. muscus και νέο άνω γερμ. Μiesmuschel «μύδι»), ενώ κατ' άλλη άποψη η λ. συνδέεται με το μύω «κλείνω». Τέλος, η άποψη κατά την οποία η λ. ανήκει στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα και αντιστοιχεί με το λατ. mūrex «είδος κοχλία» δεν φαίνεται πιθανή].