νεοπρεπής: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui a l’air jeune.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[πρέπω]]. | |btext=ής, ές :<br />qui a l’air jeune.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[πρέπω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νεοπρεπής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει σε νεαρά άτομα, ο [[νεανικός]] («μή πῃ πρεσβύτας ὑμᾱς ὄντάς νεοπρεπὴς ὢν ὁ [[λόγος]] παραπείσῃ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[φρόνημα]] νεανικό, [[ελευθέριος]], [[υπερβολικός]]<br /><b>3.</b> [[νεωτεριστικός]], [[μοντέρνος]] («κατασκευὰς οἰκοδομημάτων νεοπρεπεῑς», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-<i>πρεπής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (πρέπω)
A befitting the young, youthful, λόγος Pl.Lg.892d. 2 like a youth, extravagant, ν. καὶ περίεργος, opp. εὐτελὴς καὶ ἀφελής, Plu.TG2, cf. 2.334c (Comp.).
German (Pape)
[Seite 243] ές, sich für junge Leute schickend, jugendlich; μή πη πρεσβύτας ἡμᾶς ὄντας νεοπρεπὴς ὢν ὁ λόγος παραπείσῃ, Plat. Legg. X, 892 d; dem αὐστηρός entggstzt, Plut. Tib. Graech. 2 Eum. 11.
Greek (Liddell-Scott)
νεοπρεπής: -ές, (πρέπω) ὁ ἁρμόζων εἰς νέους, νεανικός, Λατ. juvenilis, Πλατ. Νόμ. 892D. 2) ἐλευθέριος, ν. καὶ περίεργος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εὐτελὴς καὶ ἀφελής, Πλουτ. Τιβ. Γράκχ. 2, πρβλ. Wyttenb. 2. 334C.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a l’air jeune.
Étymologie: νέος, πρέπω.
Greek Monolingual
νεοπρεπής, -ές (Α)
1. αυτός που αρμόζει σε νεαρά άτομα, ο νεανικός («μή πῃ πρεσβύτας ὑμᾱς ὄντάς νεοπρεπὴς ὢν ὁ λόγος παραπείσῃ», Πλάτ.)
2. αυτός που έχει φρόνημα νεανικό, ελευθέριος, υπερβολικός
3. νεωτεριστικός, μοντέρνος («κατασκευὰς οἰκοδομημάτων νεοπρεπεῑς», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. μεγαλο-πρεπής].