νεφελόθεν: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
(6_6)
 
(27)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεφελόθεν''': Ἐπίρρ. ἐκ τῶν νεφελῶν, Ἰω. Ἀναγν. Θεσσ. σ. 368.
|lstext='''νεφελόθεν''': Ἐπίρρ. ἐκ τῶν νεφελῶν, Ἰω. Ἀναγν. Θεσσ. σ. 368.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεφελόθεν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> από τις νεφέλες, από τα σύννεφα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεφέλη]] <span style="color: red;">+</span> συνδετικό φων. -<i>ο</i>- <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θεν</i> (<b>πρβλ.</b> [[μυχόθεν]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:02, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

νεφελόθεν: Ἐπίρρ. ἐκ τῶν νεφελῶν, Ἰω. Ἀναγν. Θεσσ. σ. 368.

Greek Monolingual

νεφελόθεν (Α)
επίρρ. από τις νεφέλες, από τα σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + συνδετικό φων. -ο- + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. μυχόθεν)].