παροίκησις: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />voisinage.<br />'''Étymologie:''' [[παροικέω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />voisinage.<br />'''Étymologie:''' [[παροικέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ήσεως, ἡ, ΜΑ [[παροικώ]]<br />η [[παροικία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαμονή]], η [[κατοίκηση]] παραπλεύρως ή [[κοντά]] σε [[κάτι]], η [[γειτνίαση]]<br /><b>2.</b> η [[μετοίκηση]], η [[αποδημία]] τών ψυχών.
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροίκησις Medium diacritics: παροίκησις Low diacritics: παροίκησις Capitals: ΠΑΡΟΙΚΗΣΙΣ
Transliteration A: paroíkēsis Transliteration B: paroikēsis Transliteration C: paroikisis Beta Code: paroi/khsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A dwelling besideornear, neighbourhood, Th.4.92.    II = sq., LXX Ge.28.4,al.    2 transmigration of souls, Plot.2.9.6.

German (Pape)

[Seite 525] ἡ, die Nachbarschaft; Thuc. 4, 92; LXX.

Greek (Liddell-Scott)

παροίκησις: ἡ, τὸ κατοικεῖν πλησίον, γειτονία, Θουκ. 4. 92. ΙΙ. = τῷ ἑπομ., Ἑβδ. (Γένεσ. ΚΗ΄, 4, κ. ἀλλ.).

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
voisinage.
Étymologie: παροικέω.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, ΜΑ παροικώ
η παροικία
αρχ.
1. διαμονή, η κατοίκηση παραπλεύρως ή κοντά σε κάτι, η γειτνίαση
2. η μετοίκηση, η αποδημία τών ψυχών.