ὀβριμοεργός: Difference between revisions

From LSJ

μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite

Source
(Autenrieth)
(28)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(ϝέργον): [[worker]] of [[grave]] or [[monstrous]] deeds, Il. 5.403 and Il. 22.418.
|auten=(ϝέργον): [[worker]] of [[grave]] or [[monstrous]] deeds, Il. 5.403 and Il. 22.418.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀβριμοεργός]], -όν (Α)<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που εκτελεί ισχυρά, δηλ. βίαια έργα<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[άδικος]], [[ιδίως]] [[προς]] τους θεούς, [[ασεβής]], [[ανόσιος]] («[[σχέτλιος]], [[ὀβριμοεργός]], ὅς οὐκ ὅθετ' αἴσυλα (ῥέζων», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄβριμος]] «[[ισχυρός]], [[δυνατός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀβρῐμοεργός Medium diacritics: ὀβριμοεργός Low diacritics: οβριμοεργός Capitals: ΟΒΡΙΜΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: obrimoergós Transliteration B: obrimoergos Transliteration C: ovrimoergos Beta Code: o)brimoergo/s

English (LSJ)

όν,

   A doing strong deeds, but always in bad sense, doing deeds of violence or wrong, esp. against the gods, σχέτλιος, ὀ. Il.5.403 ; ἀτάσθαλον, ὀ. 22.418, cf. Hes.Th.996, Callin.3.

German (Pape)

[Seite 289] starke, gewaltige Thaten thuend, bes. Frevelhaftes gegen die Götter unternehmend; Il. 5, 403. 22, 418; Hes. Th. 996; Callinic. bei Strab. XIV, 647; Man. 5, 177.

Greek (Liddell-Scott)

ὀβρῐμοεργός: -όν, ὁ ἰσχυρὰ ἔργα ἐκτελῶν, ἀλλ’ ἀείποτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ πράττων βίαια ἔργα ἄδικος, ἰδίως ἐναντίον τῶν θεῶν, ἀνόσιος, σχέτλιος, ὀβριμοεργὸς Ἰλ. Ε. 403· ἀτάσθαλον, ὀβρ. Χ. 418, πρβλ. Ἡσ. Θεογ. 996.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui agit avec force ou violence, particul. hardi, audacieux, terrible.
Étymologie: ὄβριμος, ἔργον.

English (Autenrieth)

(ϝέργον): worker of grave or monstrous deeds, Il. 5.403 and Il. 22.418.

Greek Monolingual

ὀβριμοεργός, -όν (Α)
(επικ. τ.)
1. αυτός που εκτελεί ισχυρά, δηλ. βίαια έργα
2. (κατ' επέκτ.) άδικος, ιδίως προς τους θεούς, ασεβής, ανόσιοςσχέτλιος, ὀβριμοεργός, ὅς οὐκ ὅθετ' αἴσυλα (ῥέζων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + -εργός (< ἔργον)].