πάγουρος: Difference between revisions
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(Bailly1_4) |
(30) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />« à queue résistante », particul. :<br /><b>1</b> crabe, <i>poisson</i>;<br /><b>2</b> le phénix, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πάγος]], [[οὐρά]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />« à queue résistante », particul. :<br /><b>1</b> crabe, <i>poisson</i>;<br /><b>2</b> le phénix, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πάγος]], [[οὐρά]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[πάγουρας]], ο (ΑΜ [[πάγουρος]])<br />[[γένος]], και γενικότερη [[σήμερα]] [[ονομασία]], δεκάποδων καρκινοειδών, τα οποία ζουν [[μέσα]] σε [[άδεια]] όστρακα γαστερόποδων [[μαλακίων]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[χαρακτηρισμός]] του γηραιού Φοίνικος από τον Λυκόφρονα λόγω της τραχύτητας του γεροντικού του δέρματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάγος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ουρά]]) (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>pagurus</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A crab, Ar.Eq.606, Xenarch.8.2, Speus. ap. Ath.3.105b, Arist.HA525b5, Gp.2.18.3, MAMA3.672 (Corycus):—applied to Phoenix by Lyc.419.
German (Pape)
[Seite 436] ὁ, eigentlich der mit festem Schwanze, Schaalschwanz, ein Meerkrebs, der Taschenkrebs, Ar. Equ. 606 u. Folgde; Arist. H. A. 4, 2; Ael. N. A. 6, 31; Opp. Hal. 1, 285; – Lycophr. 419 nennt so den Phönir, den Alten, dessen Haut hart geworden.
Greek (Liddell-Scott)
πάγουρος: [ᾰ], ὁ, εἶδος καρκίνου ἔχοντος σκληρὸν καὶ τραχὺ ὄστρακον, Λατ. pagurus, κοινῶς «παγοῦρι», Ἀριστοφ. Ἱππ. 606, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 3· ― ὁ Λυκόφρ. 419 καλεῖ τὸν γηραιὸν Φοίνικα διὰ τούτου τοῦ ὀνόματος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
« à queue résistante », particul. :
1 crabe, poisson;
2 le phénix, oiseau.
Étymologie: πάγος, οὐρά.
Greek Monolingual
και πάγουρας, ο (ΑΜ πάγουρος)
γένος, και γενικότερη σήμερα ονομασία, δεκάποδων καρκινοειδών, τα οποία ζουν μέσα σε άδεια όστρακα γαστερόποδων μαλακίων
αρχ.
μτφ. χαρακτηρισμός του γηραιού Φοίνικος από τον Λυκόφρονα λόγω της τραχύτητας του γεροντικού του δέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + -ουρος (< ουρά) (πρβλ. λατ. pagurus)].