ὀβρίκαλα: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(Bailly1_4)
(28)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων ([[τά]]) :<br /><i>c.</i> [[ὄβρια]].
|btext=ων ([[τά]]) :<br /><i>c.</i> [[ὄβρια]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀβρίκαλα]] και ποιητ. τ. [[ὄβρια]], τὰ (Α)<br />νεογνά ζώων, [[ιδίως]] άγριων («λεόντων πάντων τ' ἀγρονόμων φιλομάστοις θηρῶν ὀβρικάλοισι», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. [[οβρίκαλα]] μαρτυρείται στον Αισχύλο στη δοτ. του πληθ. <i>ὀβρικάλοισι</i> (και <i>ὀβρίχοισι</i>). Αν θεωρηθεί [[αρχικός]] τ. το [[ὄβρια]], [[τότε]] ο</i> τ. <i>ὀβρίχοισι</i> θα έχει σχηματιστεί από τον τ. [[ὄβρια]], με υποκορ. [[επίθημα]] -<i>ιχος</i> (<b>πρβλ.</b> [[ορτάλιχος]], [[κόψιχος]]), ενώ το [[επίθημα]] του τ. [[ὀβρίκαλα]] (ή <i>ὀβρίκαλοι</i>) θα [[πρέπει]] να έχει προέλθει από συμφυρμό επιθημάτων σε -<i>κ</i>- και σε -<i>λ</i>-. Πολλοί θεωρούν ότι η λ. [[είναι]] σικελική. Κατ' άλλους, η λ. [[ὄβρια]] [[πρέπει]] να ενταχθεί σε μία [[σειρά]] τ. που δηλώνουν ονόματα μικρών ζώων, όπως <i>δρόσοι</i>, <i>ἕρσαι</i>, <i>ψάκαλα</i>. Κατά την [[ίδια]] [[άποψη]], οι εκφραστικοί τ. [[ὄβρια]] / <i>ὄβρίκαλα</i> παράγονται από τη λ. [[ὄμβρος]] «[[βροχή]]» (<b>πρβλ.</b> [[δρόσος]] «[[νερό]], [[σταγόνα]] βροχής» και «[[νεογνό]] ζώου»), με σίγηση του έρρινου -<i>μ</i>- [[πριν]] από το χειλικό -<i>π</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>Ολυπιόδωρος [[νύφη]])].
}}
}}

Revision as of 12:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀβρίκᾰλα Medium diacritics: ὀβρίκαλα Low diacritics: οβρίκαλα Capitals: ΟΒΡΙΚΑΛΑ
Transliteration A: obríkala Transliteration B: obrikala Transliteration C: ovrikala Beta Code: o)bri/kala

English (LSJ)

[ῐ], τά,

   A the young of animals, A.Ag.143 (lyr.) :—a form ὄβρια, τά, is cited from A. (Fr.48) and E. (Fr.616) by Ael.NA7.47. (Perh. cf. ὄμβρος (leg. ὄμβριον ?): χοιρίδιον, Hsch. and Arc. slave's name Ὀμβρίας coupled with Χοιροθύων in IG5(2).429.)

German (Pape)

[Seite 289] τά, = Vorigem, φιλομάστοις θηρῶν ὀβρικάλοισιν, Aesch. Ag. 141. – Bei Poll. 5, 15 auch ὀβρίκια.

Greek (Liddell-Scott)

ὀβρίκᾰλα: [ῐ], τά, τὰ νεογνὰ ζῴων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 143· ἕτερος τύπος ὄβρια, τά, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 43) καὶ τοῦ Εὐρ. (Ἀποσπ. 619) ὑπὸ τοῦ Αἰλ. π. Ζ. 7. 47.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
c. ὄβρια.

Greek Monolingual

ὀβρίκαλα και ποιητ. τ. ὄβρια, τὰ (Α)
νεογνά ζώων, ιδίως άγριων («λεόντων πάντων τ' ἀγρονόμων φιλομάστοις θηρῶν ὀβρικάλοισι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. οβρίκαλα μαρτυρείται στον Αισχύλο στη δοτ. του πληθ. ὀβρικάλοισι (και ὀβρίχοισι). Αν θεωρηθεί αρχικός τ. το ὄβρια, τότε ο τ. ὀβρίχοισι θα έχει σχηματιστεί από τον τ. ὄβρια, με υποκορ. επίθημα -ιχος (πρβλ. ορτάλιχος, κόψιχος), ενώ το επίθημα του τ. ὀβρίκαλαὀβρίκαλοι) θα πρέπει να έχει προέλθει από συμφυρμό επιθημάτων σε -κ- και σε -λ-. Πολλοί θεωρούν ότι η λ. είναι σικελική. Κατ' άλλους, η λ. ὄβρια πρέπει να ενταχθεί σε μία σειρά τ. που δηλώνουν ονόματα μικρών ζώων, όπως δρόσοι, ἕρσαι, ψάκαλα. Κατά την ίδια άποψη, οι εκφραστικοί τ. ὄβρια / ὄβρίκαλα παράγονται από τη λ. ὄμβρος «βροχή» (πρβλ. δρόσος «νερό, σταγόνα βροχής» και «νεογνό ζώου»), με σίγηση του έρρινου -μ- πριν από το χειλικό -π- (πρβλ. Ολυπιόδωρος νύφη)].