ὀδαξητικός: Difference between revisions

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
(6_11)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀδαξητικός''': -ή, -όν, προξενῶν κνησμόν, «φαγοῦραν», [[Πολυδ]]. Β, 110.
|lstext='''ὀδαξητικός''': -ή, -όν, προξενῶν κνησμόν, «φαγοῦραν», [[Πολυδ]]. Β, 110.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀδαξητικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που προκαλεί κνησμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀδάξομαι</i> / <i>ὀδαξῶμαι</i> «[[προκαλώ]] κνησμό, [[αισθάνομαι]] [[φαγούρα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ητικός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κιν</i>-<i>ητικός</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀδαξητικός Medium diacritics: ὀδαξητικός Low diacritics: οδαξητικός Capitals: ΟΔΑΞΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: odaxētikós Transliteration B: odaxētikos Transliteration C: odaksitikos Beta Code: o)dachtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A causing to itch, Poll.2.110.

German (Pape)

[Seite 291] dasselbe, richtigere Lesart Poll. 2, 110 bei Bekker.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδαξητικός: -ή, -όν, προξενῶν κνησμόν, «φαγοῦραν», Πολυδ. Β, 110.

Greek Monolingual

ὀδαξητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί κνησμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδάξομαι / ὀδαξῶμαι «προκαλώ κνησμό, αισθάνομαι φαγούρα» + κατάλ. -ητικός (πρβλ. κιν-ητικός)].