οἰσύπη: Difference between revisions

From LSJ

Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei

Menander, Monostichoi, 389
(Bailly1_4)
(28)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />suint, graisse se trouvant dans la laine des moutons.<br />'''Étymologie:''' DELG sans doute de [[οἶς]], et *σύπη= ???
|btext=ης (ἡ) :<br />suint, graisse se trouvant dans la laine des moutons.<br />'''Étymologie:''' DELG sans doute de [[οἶς]], et *σύπη= ???
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[οἰσύπη]] και [[οἴσυπος]], ὁ)<br />[[λιπώδης]] [[ουσία]] που εκκρίνεται από το [[μαλλί]], [[κυρίως]] τών προβάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για συνθ. λ. με α' συνθετικό τον τ. ὄ(F)ις «[[πρόβατο]]» ([[χωρίς]] συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>ο</i>-) και β' συνθετικό μία αμάρτυρη λ. <i>σύπη</i> (<b>πρβλ.</b> [[οισπώτη]])].
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰσύπη Medium diacritics: οἰσύπη Low diacritics: οισύπη Capitals: ΟΙΣΥΠΗ
Transliteration A: oisýpē Transliteration B: oisypē Transliteration C: oisypi Beta Code: oi)su/ph

English (LSJ)

ἡ, also οἴσῠπος, ὁ,

   A the grease extracted from sheep's wool (οἴσυπος· τὸ ἐκ τῶν οἰσυπηρῶν ἐρίων λίπος Dsc.2.74, cf. Plin.HN29.10), οἰσύπῃ (v.l. οἴσπῃ, q. v.) προβάτων Hdt.4.187 ; οἰσύπη αἰγός Hp.Mul.2.195 ; used for medicinal purposes, Dsc. and Plin. ll.cc.: —freq. confused with οἰσπώτη (q. v.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰσύπη: [ῠ] ἢ οἴσπη, ἡ καὶ οἴσῠπος, ὁ, «τὸ ἐκ τῶν οἰσυπηρῶν ἐρίων λίπος» Διοσκ. 2. 84, πρβλ. Πλίν. 29, 10· οἴσπῃ προβάτων (διάφορ. γραφ. οἰσύπῃ) Ἡρόδ. 4. 187· ὡσαύτως τῶν αἰγῶν, οἰσύπη αἰγὸς Ἱππ. 668. 43, Ἐρωτιαν. σ. 282· ― ἦτο ἐν χρήσει ἐν τῇ ἰατρικῇ, Διοσκ, καὶ Πλίν. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Συχνάκις συγχέεται μετὰ τοῦ οἰσπώτη, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
suint, graisse se trouvant dans la laine des moutons.
Étymologie: DELG sans doute de οἶς, et *σύπη= ???

Greek Monolingual

η (Α οἰσύπη και οἴσυπος, ὁ)
λιπώδης ουσία που εκκρίνεται από το μαλλί, κυρίως τών προβάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνθ. λ. με α' συνθετικό τον τ. ὄ(F)ις «πρόβατο» (χωρίς συνδετικό φωνήεν -ο-) και β' συνθετικό μία αμάρτυρη λ. σύπη (πρβλ. οισπώτη)].