οἰνοπόρος: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
(6_18)
(28)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰνοπόρος''': -ον, ὁ παρέχων [[οἶνον]], ξανθὸν [[ὕδωρ]] πίνοντες ἀπ’ οἰνοπόρου ποταμοῖο Νόνν. Δ. 40. 238.
|lstext='''οἰνοπόρος''': -ον, ὁ παρέχων [[οἶνον]], ξανθὸν [[ὕδωρ]] πίνοντες ἀπ’ οἰνοπόρου ποταμοῖο Νόνν. Δ. 40. 238.
}}
{{grml
|mltxt=[[οἰνοπόρος]], -ον (Α)<br />αυτός στον οποίο ρέει [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>οδοι</i>-[[πόρος]].
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοπόρος Medium diacritics: οἰνοπόρος Low diacritics: οινοπόρος Capitals: ΟΙΝΟΠΟΡΟΣ
Transliteration A: oinopóros Transliteration B: oinoporos Transliteration C: oinoporos Beta Code: oi)nopo/ros

English (LSJ)

ον,

   A flowing with wine, ποταμός Nonn.D.40.238.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοπόρος: -ον, ὁ παρέχων οἶνον, ξανθὸν ὕδωρ πίνοντες ἀπ’ οἰνοπόρου ποταμοῖο Νόνν. Δ. 40. 238.

Greek Monolingual

οἰνοπόρος, -ον (Α)
αυτός στον οποίο ρέει κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -πόρος (< πόρος), πρβλ. οδοι-πόρος.