ὁμολόγησις: Difference between revisions
From LSJ
(6_9) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμολόγησις''': ἡ, [[ὁμολογία]], Διόδ. 17. 68· [[ὡσαύτως]] ὁμολογησία, Κύριλλ. Ἀλεξ. ΙΙΙ, 361Β. | |lstext='''ὁμολόγησις''': ἡ, [[ὁμολογία]], Διόδ. 17. 68· [[ὡσαύτως]] ὁμολογησία, Κύριλλ. Ἀλεξ. ΙΙΙ, 361Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὁμολόγησις]], ἡ (Α) [[ομολογώ]]<br />[[ομολογία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A confession, ἥττης D.S.17.68.
German (Pape)
[Seite 338] ἡ, das Eingeständniß, die Verabredung; Schol. Ar. Thesm. 465; D. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμολόγησις: ἡ, ὁμολογία, Διόδ. 17. 68· ὡσαύτως ὁμολογησία, Κύριλλ. Ἀλεξ. ΙΙΙ, 361Β.
Greek Monolingual
ὁμολόγησις, ἡ (Α) ομολογώ
ομολογία.