ὀρθοπρίων: Difference between revisions

From LSJ

Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοίPylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)

Source
(6_3)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρθοπρίων''': [ῑ], -ονος, ὁ, [[ἐργαλεῖον]] χειρουργικόν, [[εἶδος]] πρίονος ᾀνοίγοντος ὀπήν, ἀλλαχοῦ χοινικὶς (σημασ. ΙΙ), Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 536.
|lstext='''ὀρθοπρίων''': [ῑ], -ονος, ὁ, [[ἐργαλεῖον]] χειρουργικόν, [[εἶδος]] πρίονος ᾀνοίγοντος ὀπήν, ἀλλαχοῦ χοινικὶς (σημασ. ΙΙ), Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 536.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρθοπρίων]], -ονος, ὁ (Α)<br />[[είδος]] πριονιού που χρησιμοποιούνταν στη [[χειρουργική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πρίων]], -<i>ονος</i> «[[πριόνι]]»].
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθοπρίων Medium diacritics: ὀρθοπρίων Low diacritics: ορθοπρίων Capitals: ΟΡΘΟΠΡΙΩΝ
Transliteration A: orthopríōn Transliteration B: orthopriōn Transliteration C: orthoprion Beta Code: o)rqopri/wn

English (LSJ)

[ῑ], ονος, ὁ,

   A instrument for trepanning, = χοινικίς 11, Hp. ap. Gal.19.126.

German (Pape)

[Seite 375] ονος, ὁ, Gradbohrer zum Trepaniren, sonst χοινικίς, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθοπρίων: [ῑ], -ονος, ὁ, ἐργαλεῖον χειρουργικόν, εἶδος πρίονος ᾀνοίγοντος ὀπήν, ἀλλαχοῦ χοινικὶς (σημασ. ΙΙ), Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 536.

Greek Monolingual

ὀρθοπρίων, -ονος, ὁ (Α)
είδος πριονιού που χρησιμοποιούνταν στη χειρουργική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + πρίων, -ονος «πριόνι»].