παλίουρος: Difference between revisions

From LSJ

γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon

Menander, Monostichoi, 205
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />paliure <i>arbrisseau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG πάλι-, [[οὖρον]], la plante étant diurétique.
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />paliure <i>arbrisseau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG πάλι-, [[οὖρον]], la plante étant diurétique.
}}
{{grml
|mltxt=και πάλιουρας, ο (Α [[παλίουρος]], ὁ, ἡ)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[τάξη]] [[ραμνώδη]] και του οποίου ένα [[είδος]], αυτοφυές στην [[Ελλάδα]], [[είναι]] [[σήμερα]] κοινώς γνωστό ως [[παλιούρι]] και χρησιμοποιείται για περιφράξεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[δένδρο]] [[ζίζυφος]] η [[κεντροφόρος]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[παλίουρος]]<br />[[κάδος]] [[ἀντλητήρ]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[οὖρον]] (<span style="color: red;"><</span> <i>οὐρῶ</i>), πιθ. λόγω τών διουρητικών ιδιοτήτων του φυτού].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλῐουρος Medium diacritics: παλίουρος Low diacritics: παλίουρος Capitals: ΠΑΛΙΟΥΡΟΣ
Transliteration A: palíouros Transliteration B: paliouros Transliteration C: paliouros Beta Code: pali/ouros

English (LSJ)

ὁ (Thphr.HP1.3.2, Agatharch.34) or ἡ (AP9.414 (Tull. Gem.)),

   A Christ's thorn, Paliurus australis, E. Cyc.394, Theopomp. Hist.129, Theoc. 24.89, Dsc.1.92, etc.    II great jujube, Zizyphus Spina-Christi, Thphr.HP 4.3.3, Agatharch. l.c., BGU1120.16 (i B. C.), Plin.HN13.111.    III = κάδος, ἀντλητήρ, Hsch.

German (Pape)

[Seite 451] ἡ, eine Art Dornstrauch, rhamnus paliurus, Theophr. (auch masc.) u. A.; παλιούρου κλάδοι, Eur. Cycl. 393; Theocr. 24, 87; πολυστέλεχος, Zon. 5 (IX, 312).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίουρος: ὁ (Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 3, 2, Ἀθήν. 649D), ἢ ἡ (Ἀνθ. Π. 9. 414), εἶδος ἀκανθώδους θάμνου, κοινῶς, «παλιουριὰ» καὶ «παλιοῦρι», Rhamnus paliurus, L., Εὐρ. Κύκλ. 394, Θεοκρ. 24. 87, κτλ.· πρβλ. ῥάμνος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παλίουρος· κάδος. ἀντλητήρ. καὶ τὸ θαμνῶδες δένδρον».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
paliure arbrisseau.
Étymologie: DELG πάλι-, οὖρον, la plante étant diurétique.

Greek Monolingual

και πάλιουρας, ο (Α παλίουρος, ὁ, ἡ)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη ραμνώδη και του οποίου ένα είδος, αυτοφυές στην Ελλάδα, είναι σήμερα κοινώς γνωστό ως παλιούρι και χρησιμοποιείται για περιφράξεις
αρχ.
1. το δένδρο ζίζυφος η κεντροφόρος
2. (κατά τον Ησύχ.) «παλίουρος
κάδος ἀντλητήρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + οὖρον (< οὐρῶ), πιθ. λόγω τών διουρητικών ιδιοτήτων του φυτού].