παλμικός: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht

Menander, Monostichoi, 299
(6_11)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παλμικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς παλμόν, ἢ [[ὅμοιος]] πρὸς παλμόν, «παλμικὸν δὲ ([[οἰώνισμα]]) τὸ διὰ τῆς πάλσεως τοῦ σώματος γνωριζόμενον, κτλ.» Σουΐδ.
|lstext='''παλμικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς παλμόν, ἢ [[ὅμοιος]] πρὸς παλμόν, «παλμικὸν δὲ ([[οἰώνισμα]]) τὸ διὰ τῆς πάλσεως τοῦ σώματος γνωριζόμενον, κτλ.» Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[παλμικός]], -ή, -όν) [[παλμός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παλμό ή αυτός που μοιάζει με παλμό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται με παλμούς, που χαρακτηρίζεται από παλμούς («παλμικές κινήσεις»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «παλμικά σύμφωνα» ή «παλμώδη σύμφωνα»<br /><b>γλωσσ.</b> τα σύμφωνα που, [[χάρη]] στην [[πίεση]] του αέρα, αρθρώνονται με παλμική [[κίνηση]] ενός αρθρωτή [[πάνω]] σε έναν [[άλλο]], όπως [[είναι]] λ.χ. το ρω της Ελληνικής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «Παλμικὸν [[οἰώνισμα]]» — [[τίτλος]] έργου του Ποσειδωνίου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παλμικώς</i><br />με παλμούς, με παλμικές κινήσεις.
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παλμικός Medium diacritics: παλμικός Low diacritics: παλμικός Capitals: ΠΑΛΜΙΚΟΣ
Transliteration A: palmikós Transliteration B: palmikos Transliteration C: palmikos Beta Code: palmiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A conveyed by palpitation, π. οἰώνισμα, title of a book, Suid. s.v. Ποσειδώνιος.

German (Pape)

[Seite 452] den παλμός betreffend, z. B. οἰώνισμα, Suid., aus dem Zittern, Zucken eines Gliedes hergenommenes Wahrzeichen.

Greek (Liddell-Scott)

παλμικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς παλμόν, ἢ ὅμοιος πρὸς παλμόν, «παλμικὸν δὲ (οἰώνισμα) τὸ διὰ τῆς πάλσεως τοῦ σώματος γνωριζόμενον, κτλ.» Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α παλμικός, -ή, -όν) παλμός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παλμό ή αυτός που μοιάζει με παλμό
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται με παλμούς, που χαρακτηρίζεται από παλμούς («παλμικές κινήσεις»)
2. φρ. «παλμικά σύμφωνα» ή «παλμώδη σύμφωνα»
γλωσσ. τα σύμφωνα που, χάρη στην πίεση του αέρα, αρθρώνονται με παλμική κίνηση ενός αρθρωτή πάνω σε έναν άλλο, όπως είναι λ.χ. το ρω της Ελληνικής
αρχ.
φρ. «Παλμικὸν οἰώνισμα» — τίτλος έργου του Ποσειδωνίου.
επίρρ...
παλμικώς
με παλμούς, με παλμικές κινήσεις.