πάναγρος: Difference between revisions
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
(Autenrieth) |
(30) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[ἀγρέω]]=[[αἱρέω]]): alltaking, [[all]]-[[catching]], Il. 5.487†. | |auten=([[ἀγρέω]]=[[αἱρέω]]): alltaking, [[all]]-[[catching]], Il. 5.487†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[πάναγρος]], -ον (Α)<br />αυτός που αγρεύει τα [[πάντα]], που συλλαμβάνει [[κάθε]] είδους [[θήραμα]], [[πανάγρετος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[αγρός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγρα]] «[[κυνήγι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>αγρος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (ἄγρα)
A catching all, λίνον π., of a large fishing-net, Il.5.487; δίκτυον Ath. 1.25b: metaph., λίνῳ θανάτοιο π. Tryph.674.
German (Pape)
[Seite 456] Alles fangend; λίνον, ein großes Fischernetz, Il. 5, 487; δίκτυον, Ath. I, 25 b.
Greek (Liddell-Scott)
πάνᾰγρος: -ον, (ἄγρα) ὁ πᾶσαν ἄγραν ἀγρεύων, λίνον π., ἐπὶ μεγάλου ἁλιευτικοῦ δικτύου, Ἰλ. Ε. 487, Τρυφ. (γραπτ. Τριφ.) 674. δίκτυον Ἀθήν. 25Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui peut saisir ou contenir toute espèce de proie (filet, volière).
Étymologie: πᾶν, ἄγρα.
English (Autenrieth)
(ἀγρέω=αἱρέω): alltaking, all-catching, Il. 5.487†.
Greek Monolingual
πάναγρος, -ον (Α)
αυτός που αγρεύει τα πάντα, που συλλαμβάνει κάθε είδους θήραμα, πανάγρετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -αγρός (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. πολύ-αγρος].