παραδιόρθωσις: Difference between revisions
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
(Bailly1_4) |
(30) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de faire une correction mauvaise.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[διορθόω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />action de faire une correction mauvaise.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[διορθόω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ώσεως, ἡ, Α [[παραδιορθώ]]<br />[[διόρθωση]] κειμένου στο [[περιθώριο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A marginal correction, in pl., Plu.2.33b.
German (Pape)
[Seite 477] ἡ, Verbesserung durch ein Danebenstellen, Plut. de aud. poet. 11.
Greek (Liddell-Scott)
παραδιόρθωσις: ἡ, διόρθωσις ἐν τῷ περιθωρίῳ, Πλούτ. 2. 33Β.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de faire une correction mauvaise.
Étymologie: παρά, διορθόω.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, Α παραδιορθώ
διόρθωση κειμένου στο περιθώριο.