παρακελευστής: Difference between revisions
From LSJ
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(6_19) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρακελευστής''': -οῦ, ὁ, παρακελευόμενος, ὁ παραθαρρύνων διὰ τῆς φωνῆς, προτρέπων, Γλωσσ. | |lstext='''παρακελευστής''': -οῦ, ὁ, παρακελευόμενος, ὁ παραθαρρύνων διὰ τῆς φωνῆς, προτρέπων, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α [[παρακελεύομαι]]<br />αυτός που παρακινεί, που προτρέπει, που δίνει [[θάρρος]] με τον λόγο του. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who calls out to or encourages, Gloss.
German (Pape)
[Seite 482] ὁ, Zurufer, Ermunterer (?).
Greek (Liddell-Scott)
παρακελευστής: -οῦ, ὁ, παρακελευόμενος, ὁ παραθαρρύνων διὰ τῆς φωνῆς, προτρέπων, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ὁ, Α παρακελεύομαι
αυτός που παρακινεί, που προτρέπει, που δίνει θάρρος με τον λόγο του.