παραρρίπτω: Difference between revisions
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=jeter devant ; (<i>s.e.</i> ἑαυτόν) s’exposer à : [[τίς]] παραρρίψει λαμβάνων ; SOPH qui s’exposera à accepter (tant d’opprobres) ?<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ῥίπτω]]. | |btext=jeter devant ; (<i>s.e.</i> ἑαυτόν) s’exposer à : [[τίς]] παραρρίψει λαμβάνων ; SOPH qui s’exposera à accepter (tant d’opprobres) ?<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ῥίπτω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΑ, παραρριπτῶ, -έω και ποιητ. τ. [[παραρίπτω]] Α, [[παραρίχνω]] Ν<br />[[ρίχνω]] [[κάτι]] [[παράμερα]] περιφρονητικά, [[παραπετώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[κάτι]] σε μεγαλύτερη [[ποσότητα]] από όση [[πρέπει]] («παράριξες [[αλάτι]] στο φαΐ και το έκανες [[λύσσα]]»)<br /><b>2.</b> [[ρίχνω]] [[κάτι]] σε [[άμιλλα]] με κάποιον [[άλλο]], [[παραβγαίνω]] στη [[ρίψη]] («παραρίχνουμε [[λιθάρι]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «το παράριξε έξω» — παρεμέλησε την κύρια [[εργασία]] του και ασχολείται με άλλα και [[ιδίως]] με διασκεδάσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[κοντά]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[ριψοκινδυνεύω]]<br />β) [[διακινδυνεύω]]<br /><b>4.</b> [[τοποθετώ]] κάποιον [[κάπου]] [[χαριστικά]]<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> (για λόγο) <i>παραρρίπτομαι</i><br />εκστομίζομαι, [[βγαίνω]] από το [[στόμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
later παρα-έω LXX Ps.83(84).10, Alciphr.3.51, and in late Poets παρᾰρίπτω, AP9.174,441 (both Pall.) :—
A throw, cast : metaph., run the risk of doing a thing, c. part., π. λαμβάνων ὀνείδη S.OT1493 codd. 2 c. acc. rei, hazard, λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῇσιν ἐμπολὰς μακράς Id.Fr.555.5 ; π. σώματα τοῖς κινδύνοις expose them... D.S.13.79. II throw down or aside, ὀστέα καθάπερ τοῖς κυσὶ παραρριπτοῦντες Alciphr. l.c., cf. AP6.74 (Agath.) :—more freq. in Pass., παραρριπτεῖσθαι ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ θεοῦ LXX Ps.83(84).10; τῆς θυγατρὸς παρερριμμένης J.AJ 19.2.4, cf. Jul.Or.7.229c, AP9.174,441 (both Pall.). 2 utter, in Pass., οὐ μάτην αὐτῷ παρέρριπται τὸ εἰπεῖν Sch.Pi.P.1.3. admit, τινὰ ἐπὶ ἱερατείαν LXX 1 Ki.2.36.
Greek (Liddell-Scott)
παραρρίπτω: μεταγεν. -έω, καὶ παρὰ μεταγενεστ. ποιηταῖς παραρρίπτω (Ἀνθ. Π. 9.174, 441)· - ῥίπτω πλησίον· μεταφορ., διατρέχω τὸν κίνδυνον νὰ πράξω τι (πρβλ. ἀναρρίπτω ΙΙ), μετὰ μετοχ., π. λαμβάνων ὀνείδη Σοφ. Ο. Τ. 1493. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., διακινδυνεύω, ἐμπολὰς λεπταῖς ἐπὶ ῥοπαῖσιν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 499· π. σώματα κινδύνῳ, ἐκτίθημι εἰς κίνδυνον …, Διόδ. 13.79. ΙΙ. ῥίπτω κατὰ μέρος, Ἀνθολ. Π. 6.74., 9.174· ἀπορρίπτω, περιφρονῶ, αὐτόθι 9. 441. ΙΙΙ. προστίθημι, τινί τι Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 1. 1· παραδέχομαι, τινὰ εἴς τι Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Β΄, 38). - Πρβλ. ἀναρρίπτω, παραβάλλομαι.
French (Bailly abrégé)
jeter devant ; (s.e. ἑαυτόν) s’exposer à : τίς παραρρίψει λαμβάνων ; SOPH qui s’exposera à accepter (tant d’opprobres) ?
Étymologie: παρά, ῥίπτω.
Greek Monolingual
ΝΑ, παραρριπτῶ, -έω και ποιητ. τ. παραρίπτω Α, παραρίχνω Ν
ρίχνω κάτι παράμερα περιφρονητικά, παραπετώ
νεοελλ.
1. ρίχνω κάτι σε μεγαλύτερη ποσότητα από όση πρέπει («παράριξες αλάτι στο φαΐ και το έκανες λύσσα»)
2. ρίχνω κάτι σε άμιλλα με κάποιον άλλο, παραβγαίνω στη ρίψη («παραρίχνουμε λιθάρι»)
3. φρ. «το παράριξε έξω» — παρεμέλησε την κύρια εργασία του και ασχολείται με άλλα και ιδίως με διασκεδάσεις
αρχ.
1. ρίχνω κοντά σε κάτι
2. μτφ. α) ριψοκινδυνεύω
β) διακινδυνεύω
4. τοποθετώ κάποιον κάπου χαριστικά
5. παθ. (για λόγο) παραρρίπτομαι
εκστομίζομαι, βγαίνω από το στόμα.