παρόρασις: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de regarder légèrement, négligence.<br />'''Étymologie:''' [[παροράω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />action de regarder légèrement, négligence.<br />'''Étymologie:''' [[παροράω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-άσεως, ἡ ΜΑ [[παρορώ]]<br />[[απροσεξία]] [[κατά]] την [[παρατήρηση]], [[παράβλεψη]], [[αμέλεια]]<br /><b>αρχ.</b><br />κακή όραση, μειωμένη όραση (α. «ἴλιγγοι τε καὶ παροράσεις» — ζαλάδες και καταστάσεις σκοτοδίνης, <b>Γαλ.</b><br />β. «...παροράσεις [[οἷον]] κωνωπίων προφαινομένων» — προβλήματα στην όραση σαν να πετούν κουνούπια [[μπροστά]] στα μάτια, Ρούφος). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A false vision, Ruf.Fr.116 (pl.), Gal.7.99. II overlooking, συγγνώμη καὶ π. Plu.Aem.3, cf. LXX 2 Ma.5.17, Luc.Jud.Voc.3, etc.
German (Pape)
[Seite 527] ἡ, das Uebersehen, die Nachlässigkeit, Sp. – Bei Ruf. falsches Sehen.
Greek (Liddell-Scott)
παρόρᾱσις: ἡ, πλημμελὴς ὅρασις, Γαλην. 14. 314, 13. ΙΙ. τὸ παραβλέπειν, παράβλεψις, ἀμέλεια, Πλουτ. Αἰμίλ. 3, Λουκιαν. Δίκη Φων. 3, κτλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de regarder légèrement, négligence.
Étymologie: παροράω.
Greek Monolingual
-άσεως, ἡ ΜΑ παρορώ
απροσεξία κατά την παρατήρηση, παράβλεψη, αμέλεια
αρχ.
κακή όραση, μειωμένη όραση (α. «ἴλιγγοι τε καὶ παροράσεις» — ζαλάδες και καταστάσεις σκοτοδίνης, Γαλ.
β. «...παροράσεις οἷον κωνωπίων προφαινομένων» — προβλήματα στην όραση σαν να πετούν κουνούπια μπροστά στα μάτια, Ρούφος).