παστοφόριον: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
(6_21)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παστοφόριον''': τό, = [[ταμεῖον]], [[σκευοφυλάκιον]], Ἑβδ. (Α΄ Παραλειπ. Θ΄, 26, Α΄ Ἔσδρ. Η΄, 58, Ἡσ. ΚΒ’, 15, κλ.).
|lstext='''παστοφόριον''': τό, = [[ταμεῖον]], [[σκευοφυλάκιον]], Ἑβδ. (Α΄ Παραλειπ. Θ΄, 26, Α΄ Ἔσδρ. Η΄, 58, Ἡσ. ΚΒ’, 15, κλ.).
}}
{{grml
|mltxt=και παστοφορεῑον, τὸ, ΜΑ [[παστοφόρος]]<br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ παστοφόρια</i> ή <i>παστοφορεῑα</i><br />[[πλάγια]] διαμερίσματα τών παλαιοχριστιανικών βασιλικών ή και τών βυζαντινών ναών αργότερα, τα οποία [[κατά]] κανόνα πλαισίωναν την [[αψίδα]] του Ιερού Βήματος και τα οποία χρησίμευαν για τη [[φύλαξη]] τών ιερών σκευών του ναού, τών αμφίων, τών προσφορών, της Θείας Κοινωνίας που προοριζόταν για τους ασθενείς και ετοιμοθάνατους κ.λπ., αλλ. παραβήματα<br /><b>2.</b> (στην αρχ. Αίγυπτο) [[οίκημα]] στο οποίο διέμεναν οι παστοφόροι<br /><b>3.</b> [[θάλαμος]] ιερέα στον ιουδαϊκό ναό της Ιερουσαλήμ.
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παστοφόριον Medium diacritics: παστοφόριον Low diacritics: παστοφόριον Capitals: ΠΑΣΤΟΦΟΡΙΟΝ
Transliteration A: pastophórion Transliteration B: pastophorion Transliteration C: pastoforion Beta Code: pastofo/rion

English (LSJ)

( παστοφορ-εῖον Phot. . Cyr.), τό,

   A chamber assigned to παστοφόροι, PPetr.2p.1 (iii B.C.), UPZ119.25, al. (ii B.C.), SIG977a(Delos, ii B.C.), Hsch. ; used of the priest's chamber in the temple at Jerusalem, LXX Je.42(35).4, J.BJ4.9.12 (pl.).

German (Pape)

[Seite 532] τό, was vom παστοφόρος getragen wird, VLL. – Eine Zelle im Tempel, bes. in Jerusalem, LXX u. Ios.

Greek (Liddell-Scott)

παστοφόριον: τό, = ταμεῖον, σκευοφυλάκιον, Ἑβδ. (Α΄ Παραλειπ. Θ΄, 26, Α΄ Ἔσδρ. Η΄, 58, Ἡσ. ΚΒ’, 15, κλ.).

Greek Monolingual

και παστοφορεῑον, τὸ, ΜΑ παστοφόρος
1. συν. στον πληθ. τὰ παστοφόρια ή παστοφορεῑα
πλάγια διαμερίσματα τών παλαιοχριστιανικών βασιλικών ή και τών βυζαντινών ναών αργότερα, τα οποία κατά κανόνα πλαισίωναν την αψίδα του Ιερού Βήματος και τα οποία χρησίμευαν για τη φύλαξη τών ιερών σκευών του ναού, τών αμφίων, τών προσφορών, της Θείας Κοινωνίας που προοριζόταν για τους ασθενείς και ετοιμοθάνατους κ.λπ., αλλ. παραβήματα
2. (στην αρχ. Αίγυπτο) οίκημα στο οποίο διέμεναν οι παστοφόροι
3. θάλαμος ιερέα στον ιουδαϊκό ναό της Ιερουσαλήμ.