πεδά: Difference between revisions
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
(SL_2) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[πεδά]] (= [[μετά]]) <br /> <b>a</b> c. acc.<br /> <b>I</b> [[after]] ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ (v. l. [[μετὰ]]) (P. 5.47) δείπνου δὲ λήγοντος γλυκὺ [[τρωγάλιον]] [[καίπερ]] πεδ' ἄφθονον βοράν (Schneider: παῖδα φθόνον codd.) fr. 124c.<br /> <b>II</b> dub. [[sign]]. πεδὰ [[στόμα]] φλέγει (ἀντὶ [[τοῦ]] κατὰ [[στόμα]] Eustath.) fr. 26.<br /> <b>b</b> c. gen., [[among]] πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ πεδ' ἀφρόνων βίον κορυσσέμεν ὀρθοβούλοισι μαχαναῖς (P. 8.74) | |sltr=[[πεδά]] (= [[μετά]]) <br /> <b>a</b> c. acc.<br /> <b>I</b> [[after]] ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ (v. l. [[μετὰ]]) (P. 5.47) δείπνου δὲ λήγοντος γλυκὺ [[τρωγάλιον]] [[καίπερ]] πεδ' ἄφθονον βοράν (Schneider: παῖδα φθόνον codd.) fr. 124c.<br /> <b>II</b> dub. [[sign]]. πεδὰ [[στόμα]] φλέγει (ἀντὶ [[τοῦ]] κατὰ [[στόμα]] Eustath.) fr. 26.<br /> <b>b</b> c. gen., [[among]] πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ πεδ' ἀφρόνων βίον κορυσσέμεν ὀρθοβούλοισι μαχαναῖς (P. 8.74) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[πετά]] και πετ και πε Α<br />(αιολ. και δωρ. τ.) [[μετά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[πρόθεση]] [[πεδά]] έχει σχηματιστεί από θ. <i>πεδ</i>- (<b>βλ.</b> [[πέδη]], [[πους]]) με δυσερμήνευτη κατάλ. -<i>α</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αν</i>-<i>ά</i>, <i>δι</i>-<i>ά</i>, <i>μετ</i>-<i>ά</i>) και η αρχική της σημ. [[πρέπει]] να ήταν «στα ίχνη κάποιου» (<b>πρβλ.</b> αρμ. <i>y</i>-<i>et</i>, <i>z</i>-<i>het</i> «[[μετά]]» <span style="color: red;"><</span> <i>het</i> «[[ίχνος]]», λ. αντίστοιχη [[προς]] το ελλ. [[πέδον]]). Η [[πρόθεση]] [[πεδά]] έχει τις ίδιες χρήσεις με την [[πρόθεση]] [[μετά]] και σε ορισμένες διαλέκτους χρησιμοποιήθηκε παρλλ. με αυτήν (<b>βλ. λ.</b> [[μετά]]). Τέλος, ο τ. [[πετά]] έχει προέλθει από συμφυρμό τών [[πεδά]] και [[μετά]], ενώ ο τ. <i>πε</i>(<i>τ</i>) <span style="color: red;"><</span> [[πετά]] με [[αποκοπή]]. Η [[πρόθεση]] απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>pe</i>-<i>ta</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 29 September 2017
English (LSJ)
Aeol. for μετά, Sapph.38, Alc.48 A, Pi.Fr.26, Theoc.29.38 : also Dor., Leg.Gort.3.27 ;
A πεδ' ἰαρόν Schwyzer89.14 (Argos, iii B. C.). (Cogn. with πούς.)
Greek (Liddell-Scott)
πεδά: Αἰολ. ἀντὶ μετά, Σαπφώ, Ἀλκαῖ., κλ., ἴδε Ahrens D. Aeol. 151· ὡσαύτως Δωρικ., ὁ αὐτ. ἐν D. Dor. 360. Ἴδε τὰ ἑπόμενα σύνθετα.
English (Slater)
πεδά (= μετά)
a c. acc.
I after ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ (v. l. μετὰ) (P. 5.47) δείπνου δὲ λήγοντος γλυκὺ τρωγάλιον καίπερ πεδ' ἄφθονον βοράν (Schneider: παῖδα φθόνον codd.) fr. 124c.
II dub. sign. πεδὰ στόμα φλέγει (ἀντὶ τοῦ κατὰ στόμα Eustath.) fr. 26.
b c. gen., among πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ πεδ' ἀφρόνων βίον κορυσσέμεν ὀρθοβούλοισι μαχαναῖς (P. 8.74)
Greek Monolingual
και πετά και πετ και πε Α
(αιολ. και δωρ. τ.) μετά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η πρόθεση πεδά έχει σχηματιστεί από θ. πεδ- (βλ. πέδη, πους) με δυσερμήνευτη κατάλ. -α (πρβλ. αν-ά, δι-ά, μετ-ά) και η αρχική της σημ. πρέπει να ήταν «στα ίχνη κάποιου» (πρβλ. αρμ. y-et, z-het «μετά» < het «ίχνος», λ. αντίστοιχη προς το ελλ. πέδον). Η πρόθεση πεδά έχει τις ίδιες χρήσεις με την πρόθεση μετά και σε ορισμένες διαλέκτους χρησιμοποιήθηκε παρλλ. με αυτήν (βλ. λ. μετά). Τέλος, ο τ. πετά έχει προέλθει από συμφυρμό τών πεδά και μετά, ενώ ο τ. πε(τ) < πετά με αποκοπή. Η πρόθεση απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή με τη μορφή pe-ta].