πατροπαράδοτος: Difference between revisions

From LSJ

ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow

Source
(T22)
(31)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=πατροπαραδοτον ([[πατήρ]] and [[παραδίδωμι]]), handed [[down]] from [[one]]'s [[fathers]] or ancestors: Buttmann, 91 (79)). (Diodorus 4,8; 15,74; 17,4; [[Dionysius]] [[Halicarnassus]], Antiquities 5,48; Theophil. ad Autol. 2,34; Eusebius, h. c. 4,23, 10; 10,4, 16.)  
|txtha=πατροπαραδοτον ([[πατήρ]] and [[παραδίδωμι]]), handed [[down]] from [[one]]'s [[fathers]] or ancestors: Buttmann, 91 (79)). (Diodorus 4,8; 15,74; 17,4; [[Dionysius]] [[Halicarnassus]], Antiquities 5,48; Theophil. ad Autol. 2,34; Eusebius, h. c. 4,23, 10; 10,4, 16.)  
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πατροπαράδοτος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει παραδοθεί από τους πατέρες, από τους προγόνους, που έχει μεταβιβαστεί διαδοχικά, ο [[κληρονομικός]] από [[παράδοση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πατροπαράδοτο</i><br />(ενν. [[πράγμα]]) [[παράδοση]], προγονική κληρονομιία<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] ο πληθ. του ουδ. ως ουσ.) <i>τα πατροπαράδοτα</i><br />α) το [[σύνολο]] των παραδόσεων<br />β) το [[σύνολο]] τών παλαιών αντιλήψεων, σε [[αντίθεση]] με τις σύγχρονες, με τους νεωτερισμούς («μένουμε πιστοί στα πατροπαράδοτα»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πατροπαραδότως]] ΝΜ και <i>πατροπαράδοτα</i> Ν<br />με τρόπο πατροπαράδοτο, κληρονομικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]], <i>πατρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>παράδοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[παραδίδωμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ετοιμο</i>-<i>παράδοτος</i>, <i>θεο</i>-<i>παράδοτος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατροπαράδοτος Medium diacritics: πατροπαράδοτος Low diacritics: πατροπαράδοτος Capitals: ΠΑΤΡΟΠΑΡΑΔΟΤΟΣ
Transliteration A: patroparádotos Transliteration B: patroparadotos Transliteration C: patroparadotos Beta Code: patropara/dotos

English (LSJ)

ον,

   A handed down from one's fathers, inherited, ἡ μικρὰ καὶ π. οὐσία D.H.5.48 ; ἡ π. ἡγεμονία D.S.17.4 ; ἀναστροφή 1 Ep.Pet. 1.18 ; Ζεύς OGI331.49 (Pergam., ii B. C.), παρέχεσθαι π. τὰν εὔνοιαν CIG 2134b4 (prob.), cf. IG 12 (5).860.4 (Tenos).

German (Pape)

[Seite 536] von den Vätern oder Vorfahren überliefert, hinterlassen; D. Sic. 17, 4; οὐσία, D. Hal. 5, 48; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πατροπαράδοτος: -ον, ὁ ἐκ τοῦ πατρὸς ἢ τῶν προγόνων διαδοχικῶς παραδοθεὶς ἢ παραληφθείς, κληρονομικός, ἡ μικρὰ καὶ π. οὐσία Διον. Ἁλ. 5. 48· ἡ π. ἡγεμονία Διόδ. 17. 4· παρέχεσθαι π. τὰν εὔνοιαν Συλλ. Ἐπιγρ. 2134b. 4, πρβλ. 2324 4. - Ἐπίρρ. -τως, Φώτ.

Spanish

transmitido por los padres, heredado

English (Strong)

from πατήρ and a derivative of παραδίδωμι (in the sense of handing over or down); traditionary: received by tradition from fathers.

English (Thayer)

πατροπαραδοτον (πατήρ and παραδίδωμι), handed down from one's fathers or ancestors: Buttmann, 91 (79)). (Diodorus 4,8; 15,74; 17,4; Dionysius Halicarnassus, Antiquities 5,48; Theophil. ad Autol. 2,34; Eusebius, h. c. 4,23, 10; 10,4, 16.)

Greek Monolingual

-η, -ο / πατροπαράδοτος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει παραδοθεί από τους πατέρες, από τους προγόνους, που έχει μεταβιβαστεί διαδοχικά, ο κληρονομικός από παράδοση
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το πατροπαράδοτο
(ενν. πράγμα) παράδοση, προγονική κληρονομιία
2. (ιδίως ο πληθ. του ουδ. ως ουσ.) τα πατροπαράδοτα
α) το σύνολο των παραδόσεων
β) το σύνολο τών παλαιών αντιλήψεων, σε αντίθεση με τις σύγχρονες, με τους νεωτερισμούς («μένουμε πιστοί στα πατροπαράδοτα»).
επίρρ...
πατροπαραδότως ΝΜ και πατροπαράδοτα Ν
με τρόπο πατροπαράδοτο, κληρονομικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -παράδοτος (< παραδίδωμι), πρβλ. ετοιμο-παράδοτος, θεο-παράδοτος].