πεμπάζω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=compter sur ses cinq doigts, compter cinq par cinq ; <i>p. ext.</i> compter, calculer;<br /><i><b>Moy.</b></i> πεμπάζομαι compter qch à soi, calculer pour soi.<br />'''Étymologie:''' [[πεμπάς]].
|btext=compter sur ses cinq doigts, compter cinq par cinq ; <i>p. ext.</i> compter, calculer;<br /><i><b>Moy.</b></i> πεμπάζομαι compter qch à soi, calculer pour soi.<br />'''Étymologie:''' [[πεμπάς]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[μετρώ]] στα [[πέντε]] δάχτυλα, δηλ. [[αριθμώ]] [[κατά]] πεντάδες<br /><b>2.</b> [[μετρώ]], [[υπολογίζω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[αναλογίζομαι]], [[εξετάζω]]<br /><b>4.</b> (η μτχ. αρσ. πληθ. μέσ. ενεστ.) <i>οι πεμπαζόμενοι</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐπιστρεφόμενοι, ἐκπληττόμενοι, μεριμνῶντες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέμπε]], αιολ. τ. του [[πέντε]]].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεμπάζω Medium diacritics: πεμπάζω Low diacritics: πεμπάζω Capitals: ΠΕΜΠΑΖΩ
Transliteration A: pempázō Transliteration B: pempazō Transliteration C: pempazo Beta Code: pempa/zw

English (LSJ)

(πέμπε) prop.

   A count on the five fingers, i.e. count by fives, and then, generally, count, A.Eu.748, Thphr.Char.23.2(cj.), A.R.2.975, Plu.2.387e, etc.:—Med., ἐπὴν πάσας πεμπάσσεται (Ep.aor.1 subj.) when he has done counting them all, Od.4.412.    II metaph., count up, reckon over, θεοπροπίας θυμῷ π. A.R.4.1748 :—Med., πάντα νόῳ πεμπάσσατο ib.350.—In Prose ἀναπεμπάζω is more common. (Aeol.acc.to EM660.4.)

German (Pape)

[Seite 553] eigtl. an den fünf Fingern abzählen, zu Fünfen abzählen, die älteste, einfachste Zählungsart; Hom. hat nur das med., ἐπὴν πάσας πεμπάσσεται, nachdem er alle abgezählt bat, Od. 4, 412, ohne daß noch gerade »nach Fünfen« hinzuzudenken ist; Aesch. im act., πεμπάζετ' ὀρθῶς ἐκβολὰς ψήφων, Eum. 718, wie Ap. Rh. 2, 975, εἴ τις ἕκαστα πεμπάζοι, Schol. ψηφίζοι, μετροῖ; übtr. πάντα νόῳ πεμπάσσατο, 4, 350, wie λογίζομαι, überrechnen, überlegen, vgl. 4, 1748 ὁ δ' ἔπειτα θεοπροπίας Ἑκάτοιο θυμῷ πεμπάζων (s. auch ἀναπεμπάζω). – Plut. de Is. et Osir. 56 von der Fünfzahl sprechend sagt τὸ ἀριθμήσασθαι πεμπάσασθαι λέγουσιν, u. de εἰ apud Delph. 7 τὸ ἀριθμεῖν οἱ σοφοὶ πεμπάζειν ὠνόμαζον.

Greek (Liddell-Scott)

πεμπάζω: μέλλ. -άσω, (πέμπε Αἰολ. = πέντε) κυρίως ἀριθμῶ ἐπὶ τῶν πέντε δακτύλων, δηλ., ἀριθμῶ κατὰ πεντάδας, καὶ ἀκολούθως καθόλου, ἀριθμῶ, ὑπολογίζω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 748, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 975, Πλούτ. 2. 387Ε, κτλ.· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐπὴν πάσας πεμπασσεται (Ἐπικ. ἀόρ. α΄ ὑποτ.), ὅταν κατὰ πεντάδας ἀριθμήσῃ πάσας, Ὀδ. Δ. 412. ΙΙ. μεταφορ., ἀναμετρῶ, ἀναλογίζομαι, ἐξετάζω, θεοπροπίας θυμῷ π. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1748. - Μέσ., πάντα νόῳ πεμπάσσατο αὐτόθι 350. - Ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ τὸ ἀναπεμπάζω εἶναι συνηθέστερον. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πεμπαζόμενοι· ἐπιστρεφόμενοι. ἐκπληττόμενοι. μεριμνῶντες», καὶ «πεμπάσεται· κατὰ πάντα ἀριθμήσει· τὸ γὰρ πέντε Αἰολεῖς πέμπε λέγουσι. καταχρηστικῶς δὲ καὶ ψιλῶς ἀριθμήσει».

French (Bailly abrégé)

compter sur ses cinq doigts, compter cinq par cinq ; p. ext. compter, calculer;
Moy. πεμπάζομαι compter qch à soi, calculer pour soi.
Étymologie: πεμπάς.

Greek Monolingual

Α
1. μετρώ στα πέντε δάχτυλα, δηλ. αριθμώ κατά πεντάδες
2. μετρώ, υπολογίζω
3. μτφ. αναλογίζομαι, εξετάζω
4. (η μτχ. αρσ. πληθ. μέσ. ενεστ.) οι πεμπαζόμενοι
(κατά τον Ησύχ.) «ἐπιστρεφόμενοι, ἐκπληττόμενοι, μεριμνῶντες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέμπε, αιολ. τ. του πέντε].