περικεφάλαιος: Difference between revisions

From LSJ

σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ → God helps those who help themselves, God helps them that help themselves, heaven helps those who help themselves, the Lord helps those who help themselves, move your hand along with Athena, move your hand along with Minerva, fortune favors the prepared mind, fortune favours the prepared mind, chance favors the prepared mind, chance favours the prepared mind

Source
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui entoure la tête :<br /><b>I.</b> ἡ περικεφαλαία :<br /><b>1</b> casque;<br /><b>2</b> partie de la quille d’un navire (<i>cf.</i> [[παρεμβολίς]]);<br /><b>II.</b> τὸ περικεφάλαιον casque.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κεφαλή]].
|btext=α, ον :<br />qui entoure la tête :<br /><b>I.</b> ἡ περικεφαλαία :<br /><b>1</b> casque;<br /><b>2</b> partie de la quille d’un navire (<i>cf.</i> [[παρεμβολίς]]);<br /><b>II.</b> τὸ περικεφάλαιον casque.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κεφαλή]].
}}
{{grml
|mltxt=-αία, -ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που τοποθετείται [[γύρω]] από το [[κεφάλι]], που περιβάλλει την [[κεφαλή]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[περικεφαλαία]]<br /><b>βλ.</b> [[περικεφαλαία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[περικεφάλαιον]]<br />η [[περικεφαλαία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κεφάλαιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]])].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικεφάλαιος Medium diacritics: περικεφάλαιος Low diacritics: περικεφάλαιος Capitals: ΠΕΡΙΚΕΦΑΛΑΙΟΣ
Transliteration A: perikephálaios Transliteration B: perikephalaios Transliteration C: perikefalaios Beta Code: perikefa/laios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον,

   A round the head : hence,    II Subst. περικεφαλαία, ἡ, covering for the head, helmet, cap, Call.Com.1 D., Aen. Tact.24.6, PPetr.3p.328 (iii B. C.), etc.; π. σιδηρᾶ περιηργυρωμένη IG 11(2).161 B77 (Delos, iii B. C.), cf. 22.1478.16, 12(5).647.30 (Ceos), Plb.3.71.4, J.AJ6.9.4, Antyll. ap. Orib.6.36.3.    b wig, Hsch.    2 disorder of the oak, Thphr.HP3.8.7.    3 in a ship, = ὁ στόλος ὑπὲρ τὴν στεῖραν, Poll.1.86, cf. Thphr.HP3.13.4.    4 name of a bandage, Sor.Fasc.24.

German (Pape)

[Seite 579] um den Kopf gehend, gebunden, Sp. Davon als subst. ἡ περικεφαλαία, Kopfbedeckung, Helm, Pol. 3, 71, 4 u. öfter, u. a. Sp.; auch τὸ περικεφάλαιον, Pol. 6, 22, 3. Bei Poll. 1, 86 ist ἡ περικεφαλαία ein Theil am Schiffe. – Bei Theophr. ist τὸ περικεφάλαιον eine Kopfkrankheit der Schweine.

Greek (Liddell-Scott)

περικεφάλαιος: -α, -ον, ὁ περὶ τὴν κεφαλήν· ὅθεν, ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περικεφαλαία, ἡ, κάλυμμα τῆς κεφαλῆς, κράνος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2360. 30, Πολύβ. 3. 71, 4, κτλ.· ὡσαύτως περικεφάλαιον, τό, ὁ αὐτ. 6. 22, 3. 2) νόσος τις τῆς κεφαλῆς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 7. 3) μέρος τῆς πρῴρας πλοίου, Πολυδ. Α΄, 86.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui entoure la tête :
I. ἡ περικεφαλαία :
1 casque;
2 partie de la quille d’un navire (cf. παρεμβολίς);
II. τὸ περικεφάλαιον casque.
Étymologie: περί, κεφαλή.

Greek Monolingual

-αία, -ον, ΜΑ
1. αυτός που τοποθετείται γύρω από το κεφάλι, που περιβάλλει την κεφαλή
2. το θηλ. ως ουσ. περικεφαλαία
βλ. περικεφαλαία
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ περικεφάλαιον
η περικεφαλαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -κεφάλαιος (< κεφαλή)].