πηνήκη: Difference between revisions
From LSJ
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(6_20) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πηνήκη''': πηνηκίζω, ἴδε ἐν λ. [[πηνίκη]]. | |lstext='''πηνήκη''': πηνηκίζω, ἴδε ἐν λ. [[πηνίκη]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και δ. γρφ. [[πηνίκη]], ἡ, Α<br />[[φενάκη]], [[περούκα]], τεχνητή [[κόμη]] («τὴν πηνήκην ἀφείλετο τῆς κεφαλῆς», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πρέπει]] να έχει σχηματιστεί από τη λ. [[πήνη]], [[κατά]] το [[φενάκη]] «τεχνητή [[κόμη]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A false hair, wig, Luc.DMeretr.5.3, 11.4, 12.5: distd. from ἔντριχον and προκόμιον, Phot., cf. Poll.2.30, 10.170.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
πηνήκη: πηνηκίζω, ἴδε ἐν λ. πηνίκη.
Greek Monolingual
και δ. γρφ. πηνίκη, ἡ, Α
φενάκη, περούκα, τεχνητή κόμη («τὴν πηνήκην ἀφείλετο τῆς κεφαλῆς», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει να έχει σχηματιστεί από τη λ. πήνη, κατά το φενάκη «τεχνητή κόμη»].