πολυάνωρ: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> abondant en hommes, populeux;<br /><b>2</b> qui a eu plusieurs époux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἀνήρ]].
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> abondant en hommes, populeux;<br /><b>2</b> qui a eu plusieurs époux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἀνήρ]].
}}
{{grml
|mltxt=-ορος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο συχνάζουν πολλοί, [[κοσμοβριθής]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατοικείται από [[πολλά]] άτομα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πολυάνωρ]] [[εὐνομία]]» — [[ευνομία]] που υπάρχει σε πολυάνθρωπη [[πολιτεία]]<br />β) «[[γυνή]] [[πολυάνωρ]]» — [[γυναίκα]] που έχει πολλούς συζύγους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>άνωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]], <i>ἀνδρός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>μεγ</i>-<i>άνωρ</i>].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠάνωρ Medium diacritics: πολυάνωρ Low diacritics: πολυάνωρ Capitals: ΠΟΛΥΑΝΩΡ
Transliteration A: polyánōr Transliteration B: polyanōr Transliteration C: polyanor Beta Code: polua/nwr

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ὁ, ἡ,

   A with many men, much-frequented, θρόνος E.IT1281 (lyr.); πόλις Ar.Av.1313 (lyr.); εὐνομία IG42(1).129.12 (Epid.).    II γυνὴ π. wife of many husbands, A.Ag.62 (anap.).

German (Pape)

[Seite 659] ορος, poet. = πολύανδρος; Eur. I. T. 1281; Ar. Av. 1313; Aesch. Ag. 62 auch γυνή, die viele Ehemänner hat.

Greek (Liddell-Scott)

πολυάνωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, πολυάνθρωπος, λίαν συχναζόμενος, θρόνος Εὐρ. Ι. Τ. 1282· πόλις Ἀριστοφ. Ὄρν. 1313. ΙΙ. γυνὴ π., γυνὴ ἔχουσα πολλοὺς ἄνδρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 62· πρβλ. πολύανδρος ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
1 abondant en hommes, populeux;
2 qui a eu plusieurs époux.
Étymologie: πολύς, ἀνήρ.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός στον οποίο συχνάζουν πολλοί, κοσμοβριθής
2. αυτός που κατοικείται από πολλά άτομα
3. φρ. α) «πολυάνωρ εὐνομία» — ευνομία που υπάρχει σε πολυάνθρωπη πολιτεία
β) «γυνή πολυάνωρ» — γυναίκα που έχει πολλούς συζύγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -άνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. μεγ-άνωρ].