πολυχίτων: Difference between revisions
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
(6_3) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολῠχίτων''': [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλοὺς χιτῶνας, πολλὰ καλύμματα, [[πυρός]], σπέρματα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 21, 2., 5. 18, 2, κτλ. | |lstext='''πολῠχίτων''': [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλοὺς χιτῶνας, πολλὰ καλύμματα, [[πυρός]], σπέρματα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 21, 2., 5. 18, 2, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ωνος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει πολλούς χιτώνες, πολλές στιβάδες, [[πολλά]] περικαλύμματα (α. «πολυχίτωνες ὀφθαλμοί», Ιππ.<br />β. «σπέρματα πολυχίτωνα», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χίτων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χιτών]], -<i>ῶνος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>μονο</i>-<i>χίτων</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ,
A having many coats, πυρός, σπέρματα, Thphr.CP3.21.2, 5.18.2, etc.; of the eyes, Hp.Ep.23.
German (Pape)
[Seite 677] ωνος, ὁ, ἡ, in vielen Unterkleidern, Hüllen, κάλαμος, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠχίτων: [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλοὺς χιτῶνας, πολλὰ καλύμματα, πυρός, σπέρματα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 21, 2., 5. 18, 2, κτλ.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πολλούς χιτώνες, πολλές στιβάδες, πολλά περικαλύμματα (α. «πολυχίτωνες ὀφθαλμοί», Ιππ.
β. «σπέρματα πολυχίτωνα», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χίτων (< χιτών, -ῶνος), πρβλ. μονο-χίτων].