πορθμευτικός: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(Bailly1_4) |
(33) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le passage d’un fleuve <i>ou</i> la profession de batelier.<br />'''Étymologie:''' [[πορθμεύω]]. | |btext=ή, όν :<br />qui concerne le passage d’un fleuve <i>ou</i> la profession de batelier.<br />'''Étymologie:''' [[πορθμεύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[πορθμευτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πορθμεύω]]<br />[[σχετικός]] με τον πορθμέα ή την [[πορθμεία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A engaged in ferrying, Arist.Pol. 1291b21.
German (Pape)
[Seite 683] zum πορθμεύς od. zur πορθμεία gehörig, sich mit Seefahren beschäftigend, Arist. pol. 4, 4 u. Sp. c
Greek (Liddell-Scott)
πορθμευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς πορθμέα ἢ ἀσχολούμενος εἰς τὸ πορθμεύειν, «τοῦ δήμου εἴδη· ἓν μὲν οἱ γεωργοί, ἕτερον δὲ περὶ τὰς τέχνας… ἄλλο δὲ τὸ περὶ τὴν θάλατταν· καὶ τούτου τὸ μὲν πολεμικόν, τὸ δὲ χρηματιστικόν, τὸ δὲ προθμευτικόν» Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 21.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne le passage d’un fleuve ou la profession de batelier.
Étymologie: πορθμεύω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πορθμευτικός, -ή, -όν, ΝΑ πορθμεύω
σχετικός με τον πορθμέα ή την πορθμεία.