προκαταστρέφω: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(6_2) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προκαταστρέφω''': [[καταστρέφω]] [[προηγουμένως]], Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 7, 3. ΙΙ. [[προκαταστρέφω]] (δηλ. τὸν βίον), [[προαποθνήσκω]], ὁ μέν τοι Ἀσκληπιάδης προκατέστρεψεν ἐν Ἐρετρίᾳ γηραιὸς ἤδη ὁ αὐτ. 2. 138· ― ἐντεῖθεν προκαταστροφή, ἡ, [[θάνατος]] [[πρότερος]] τοῦ θανάτου ἄλλων, ὁ αὐτ. 10. 154. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 584-586, 630. | |lstext='''προκαταστρέφω''': [[καταστρέφω]] [[προηγουμένως]], Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 7, 3. ΙΙ. [[προκαταστρέφω]] (δηλ. τὸν βίον), [[προαποθνήσκω]], ὁ μέν τοι Ἀσκληπιάδης προκατέστρεψεν ἐν Ἐρετρίᾳ γηραιὸς ἤδη ὁ αὐτ. 2. 138· ― ἐντεῖθεν προκαταστροφή, ἡ, [[θάνατος]] [[πρότερος]] τοῦ θανάτου ἄλλων, ὁ αὐτ. 10. 154. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 584-586, 630. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ανατρέπω]], [[αναποδογυρίζω]] [[προηγουμένως]]<br /><b>2.</b> [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προκαταστρέφω]] τὸν βίον» — [[πεθαίνω]] πρόωρα<br />β) <b>μτφ.</b> «[[προκαταστρέφω]] εἴς τι» — [[σταματώ]], [[διακόπτω]] εκ τών προτέρων. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 29 September 2017
English (LSJ)
A subdue, overthrow beforehand, J.BJ4.7.3 (Med.). II (sc. τὸν βίον) die first, Phld.Herc. 1041.8, D.L.2.138: metaph., π. εἰς .. stop short at... Epicur.Sent.25.
German (Pape)
[Seite 729] vorher od. zu früh umwenden, bes. sc. βίον, das Leben zu früh endigen, zu früh sterben, D. L. 2, 138.
Greek (Liddell-Scott)
προκαταστρέφω: καταστρέφω προηγουμένως, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 7, 3. ΙΙ. προκαταστρέφω (δηλ. τὸν βίον), προαποθνήσκω, ὁ μέν τοι Ἀσκληπιάδης προκατέστρεψεν ἐν Ἐρετρίᾳ γηραιὸς ἤδη ὁ αὐτ. 2. 138· ― ἐντεῖθεν προκαταστροφή, ἡ, θάνατος πρότερος τοῦ θανάτου ἄλλων, ὁ αὐτ. 10. 154. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 584-586, 630.
Greek Monolingual
Α
1. ανατρέπω, αναποδογυρίζω προηγουμένως
2. καταστρέφω, αφανίζω
3. φρ. α) «προκαταστρέφω τὸν βίον» — πεθαίνω πρόωρα
β) μτφ. «προκαταστρέφω εἴς τι» — σταματώ, διακόπτω εκ τών προτέρων.