πρόκα: Difference between revisions

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ou</i> [[πρόκατε]];<br /><i>adv.</i><br />tout à coup, subitement.<br />'''Étymologie:''' DELG [[πρό]], -[[κα]] ; cf. <i>lat.</i> reci-procus.
|btext=<i>ou</i> [[πρόκατε]];<br /><i>adv.</i><br />tout à coup, subitement.<br />'''Étymologie:''' DELG [[πρό]], -[[κα]] ; cf. <i>lat.</i> reci-procus.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[πρόκατε]] Α<br />(ιων. επίρρ.) [[ευθύς]], [[αμέσως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. παράγεται από την [[πρόθεση]] <i>πρό</i> με [[επίθημα]] -<i>κα</i>, που δεν συνδέεται όμως με το [[χρονικό]] [[μόριο]] τών [[αὐτίκα]], [[τηνίκα]], [[τόκα]], [[αλλά]] με το [[επίθημα]] του σλαβ. <i>prokŭ</i> «υπολειπόμενος» και του λατ. συνθ. <i>reci</i>-<i>procus</i> «αυτός που βαδίζει [[πίσω]]». Ο τ. [[πρόκατε]] <span style="color: red;"><</span> [[πρόκα]] <span style="color: red;">+</span> <i>τε</i> (<b>πρβλ.</b> [[αὖτε]], [[ἔπειτε]])].———————— <b>(II)</b><br />και [[πρόκκα]], η, Ν<br />μικρό ξύλινο ή μεταλλικό [[καρφί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> βενετ. <i>broca</i>].
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόκᾰ Medium diacritics: πρόκα Low diacritics: πρόκα Capitals: ΠΡΟΚΑ
Transliteration A: próka Transliteration B: proka Transliteration C: proka Beta Code: pro/ka

English (LSJ)

Ion. Adv.

   A forthwith, straightway, Hp. ap. Gal.19.132, A.R. 1.688; in Hdt. πρόκα τε or πρόκατε, 1.111, 6.134, 8.65, 135; so also in Call. in PSI19.1092.52.

German (Pape)

[Seite 726] ion. adv., sofort, sogleich, plötzlich, Her. 1, 111. 6, 134. 8, 65. 135; Ap. Rh.; scheint unmittelbar von πρό abgeleitet, wie das niederdeutsche forts, Lob. Phryn. p. 51.

Greek (Liddell-Scott)

πρόκᾰ: Ἰωνικ. ἐπίρρ. εὐθύς, παραχρῆμα, ἐξαίφνης, πρόκα τελλομένου ἔτεος στάχυν ἀμήσονται Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 688· παρ’ Ἡροδ. πρόκα τε ἢ πρόκατε 1. 111., 6. 134., 8. 65. 135. (Πιθαν. ἐκτεταμένος τύπος τῆς προθ. πρό, αὐτίκα, ἡνίκα, καὶ ἰδὲ Λοβέκ. εἰς Φρύν. 51).

French (Bailly abrégé)

ou πρόκατε;
adv.
tout à coup, subitement.
Étymologie: DELG πρό, -κα ; cf. lat. reci-procus.

Greek Monolingual

(I)
και πρόκατε Α
(ιων. επίρρ.) ευθύς, αμέσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. παράγεται από την πρόθεση πρό με επίθημα -κα, που δεν συνδέεται όμως με το χρονικό μόριο τών αὐτίκα, τηνίκα, τόκα, αλλά με το επίθημα του σλαβ. prokŭ «υπολειπόμενος» και του λατ. συνθ. reci-procus «αυτός που βαδίζει πίσω». Ο τ. πρόκατε < πρόκα + τε (πρβλ. αὖτε, ἔπειτε)].———————— (II)
και πρόκκα, η, Ν
μικρό ξύλινο ή μεταλλικό καρφί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βενετ. broca].