πρόπειρα: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater

Source
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />essai <i>ou</i> épreuve préliminaire : πρόπειραν ποιεῖσθαι HDT, λαμβάνειν ÉL faire auparavant une expérience.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[πεῖρα]].
|btext=ας (ἡ) :<br />essai <i>ou</i> épreuve préliminaire : πρόπειραν ποιεῖσθαι HDT, λαμβάνειν ÉL faire auparavant une expérience.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[πεῖρα]].
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[απόπειρα]], [[δοκιμή]] που προηγείται<br /><b>2.</b> [[προπόνηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πείρα]] «[[αγώνας]], [[προσπάθεια]]» (<b>πρβλ.</b> <i>από</i>-<i>πειρα</i>, [[κατά]]-<i>πειρα</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόπειρα Medium diacritics: πρόπειρα Low diacritics: πρόπειρα Capitals: ΠΡΟΠΕΙΡΑ
Transliteration A: própeira Transliteration B: propeira Transliteration C: propeira Beta Code: pro/peira

English (LSJ)

ἡ,

   A previous trial or venture, ἐν Ἀθηναίοισι τὴν πρόπειραν ποιέεσθαι, Lat.periculum facere in . ., Hdt.9.48; π. ποιεῖσθαι εἰ . . Th.3.86; π. τινὸς λαμβάνειν Ael.NA8.22; of a trial in athletic exercises, IG14.1102.16 (pl.).

German (Pape)

[Seite 739] ἡ, Vorversuch, vorläufiger Versuch; τὴν πρόπειραν ποιεῖσθαι ἔν τινι, Her. 9, 48; Thuc. 3, 86; Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

πρόπειρα: ἡ, προτέρα δοκιμὴ ἢ ἀπόπειρα, πρόπειραν ποιεῖσθαι ἔν τινι, λατ. periculum facere in..., Ἡρόδ. 9. 48· πρ. ποιεῖσθαι εἰ..., Θουκ. 3. 86· πρ. τινος λαμβάνειν Αἰλ. π. Ζ. 8, 22· ἐπὶ δοκιμῆς ἐν ἀθλητικοῖς γυμνασίοις, Συλλ. Ἐπιγρ. 5913. 16, πρβλ. 2374. 23.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
essai ou épreuve préliminaire : πρόπειραν ποιεῖσθαι HDT, λαμβάνειν ÉL faire auparavant une expérience.
Étymologie: πρό, πεῖρα.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. απόπειρα, δοκιμή που προηγείται
2. προπόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πείρα «αγώνας, προσπάθεια» (πρβλ. από-πειρα, κατά-πειρα)].