προσκαταίρω: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(6_2)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσκαταίρω''': [[καταπλέω]] [[ἐναντίον]] τινός, ὁ Κίμων... παντὶ τῷ στόλῳ προσκατῆρεν ἐπὶ τὸ πεζὸν τῶν Περσῶν [[στρατόπεδον]] Διόδ. 11. 61.
|lstext='''προσκαταίρω''': [[καταπλέω]] [[ἐναντίον]] τινός, ὁ Κίμων... παντὶ τῷ στόλῳ προσκατῆρεν ἐπὶ τὸ πεζὸν τῶν Περσῶν [[στρατόπεδον]] Διόδ. 11. 61.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[καταπλέω]] [[εναντίον]] κάποιου («ὁ Κίμων... παντὶ τῷ στόλῳ προσκατήρεν ἐπὶ τὸ πεζὸν τῶν Περσῶν [[στρατόπεδον]]», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταίρω]] «[[εφορμώ]], [[απέρχομαι]]»].
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκαταίρω Medium diacritics: προσκαταίρω Low diacritics: προσκαταίρω Capitals: ΠΡΟΣΚΑΤΑΙΡΩ
Transliteration A: proskataírō Transliteration B: proskatairō Transliteration C: proskatairo Beta Code: proskatai/rw

English (LSJ)

1 aor. -κατῆρα, τῷ στόλῳ

   A sail down against, D.S.11.61.

German (Pape)

[Seite 768] (s. αἴρω), τῷ στόλῳ, mit der Flotte aufbrechen, D. Sic. 11, 61.

Greek (Liddell-Scott)

προσκαταίρω: καταπλέω ἐναντίον τινός, ὁ Κίμων... παντὶ τῷ στόλῳ προσκατῆρεν ἐπὶ τὸ πεζὸν τῶν Περσῶν στρατόπεδον Διόδ. 11. 61.

Greek Monolingual

Α
καταπλέω εναντίον κάποιου («ὁ Κίμων... παντὶ τῷ στόλῳ προσκατήρεν ἐπὶ τὸ πεζὸν τῶν Περσῶν στρατόπεδον», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καταίρω «εφορμώ, απέρχομαι»].