προσπαρατρώγω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(6_3)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσπαρατρώγω''': [[τρώγω]], δάκνω τινὰ [[προσέτι]], καὶ μεταφορ., προσβάλω τὴν ὑπόληψίν τινος, Διογ. Λ. 2. 107.
|lstext='''προσπαρατρώγω''': [[τρώγω]], δάκνω τινὰ [[προσέτι]], καὶ μεταφορ., προσβάλω τὴν ὑπόληψίν τινος, Διογ. Λ. 2. 107.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[δαγκώνω]] [[κάτι]] [[ακόμη]] στα [[πλάγια]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προσβάλλω]] την [[υπόληψη]] κάποιου [[ακόμη]] μια [[φορά]], τον [[εξευτελίζω]] επιπροσθέτως («προσπαρατρώγειν καὶ τοὺς λοιποὺς Σωκρατικούς», Διογ. Λαέρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρατρώγω]] «[[δαγκώνω]] στο πλάι, [[κόβω]] με τα δόντια»].
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπαρατρώγω Medium diacritics: προσπαρατρώγω Low diacritics: προσπαρατρώγω Capitals: ΠΡΟΣΠΑΡΑΤΡΩΓΩ
Transliteration A: prosparatrṓgō Transliteration B: prosparatrōgō Transliteration C: prosparatrogo Beta Code: prosparatrw/gw

English (LSJ)

   A gnaw at the side besides: metaph., nibble at one's reputation or depreciate besides, D.L.2.107.

German (Pape)

[Seite 776] (s. τρώγω), noch dazu, dabei benagen, übertr., verspotten, D. L. 2, 107.

Greek (Liddell-Scott)

προσπαρατρώγω: τρώγω, δάκνω τινὰ προσέτι, καὶ μεταφορ., προσβάλω τὴν ὑπόληψίν τινος, Διογ. Λ. 2. 107.

Greek Monolingual

Α
1. δαγκώνω κάτι ακόμη στα πλάγια
2. μτφ. προσβάλλω την υπόληψη κάποιου ακόμη μια φορά, τον εξευτελίζω επιπροσθέτως («προσπαρατρώγειν καὶ τοὺς λοιποὺς Σωκρατικούς», Διογ. Λαέρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + παρατρώγω «δαγκώνω στο πλάι, κόβω με τα δόντια»].