πυρδαής: Difference between revisions
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
(Bailly1_4) |
(35) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui consume par le feu.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]], [[δαίω]]. | |btext=ής, ές :<br />qui consume par le feu.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]], [[δαίω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br />(για την Αλθαία που καίει τον μοιραίο δαυλό του Μελεάγρου) αυτός που καίει [[κάτι]] στη [[φωτιά]], [[εμπρηστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>δαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάος]] <span style="color: red;"><</span> [[δαίω]] «[[ανάβω]], [[καίω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ημι</i>-<i>δαής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (δαίω (A))
A burning with fire, incendiary, πυρδαῆ τινα πρόνοιαν (πυρδαῆτιν πρόνοιαν cj. Hermann), of Althaea burning Meleager's fatal torch, A.Ch.606 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 821] ές, im Feuer brennend, μήσατο πυρδαῆ τινα πρόνοιαν, Aesch. Ch. 598.
Greek (Liddell-Scott)
πυρδαής: -ές, (δαίω) ὁ ἐν πυρὶ καίων, καυστικός, φλογερός, πυριφλεγής, πυρδαῆ τινα πρόνοιαν (Ἕρμανν. πυρδαῆτιν πρόνοιαν, χάριν τοῦ μέτρου), ἐπὶ τῆς Ἀλθαίας καιούσης τὸν ὀλέθριον τῷ Μελεάγρῳ δαλόν, Αἰσχύλ. Χο. 606.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui consume par le feu.
Étymologie: πῦρ, δαίω.
Greek Monolingual
-ές, Α
(για την Αλθαία που καίει τον μοιραίο δαυλό του Μελεάγρου) αυτός που καίει κάτι στη φωτιά, εμπρηστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + -δαής (< δάος < δαίω «ανάβω, καίω»), πρβλ. ημι-δαής].