πυραμοῦς: Difference between revisions
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(Bailly1_4) |
(35) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦντος (ὁ) :<br />gâteau de miel et de farine.<br />'''Étymologie:''' [[πυρός]]. | |btext=οῦντος (ὁ) :<br />gâteau de miel et de farine.<br />'''Étymologie:''' [[πυρός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-οῡντος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] πίτας από ψημένο [[σιτάρι]] και [[μέλι]]<br /><b>2.</b> (με ειδική σημ.) [[πίτα]] με [[σύσταση]] παρόμοια με την [[παραπάνω]] που προσφερόταν σε εκείνον ο [[οποίος]] παρέμενε [[άγρυπνος]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] παννυχίδας<br /><b>3.</b> [[άθλο]] νίκης, [[βραβείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πυραμοῦς]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πυραμόεις</i>, με [[συναίρεση]]) αποτελεί παρλλ. τ. της λ. [[πυραμίς]] με σημ. «[[είδος]] γλυκίσματος» με κατάλ. -<i>όεις</i> (<b>βλ. λ.</b> [[πυραμίδα]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦντος, ὁ, contr. fr. πυραμόεις, (πυρός)
A cake of roasted wheat and honey, Ephipp.8.3, cf. Trypho ap.Ath.3.114b; given to him who kept awake best during a παννυχίς, Call.Fr.2.6P.: hence, generally, meed of victory, prize, τοῦ γὰρ τεχνάζειν ἡμέτερος ὁ π. for stratagem 'we take the cake (or biscuit)', Ar.Th.94, cf. Eq.277.
German (Pape)
[Seite 820] ὁ, statt πυραμόεις, ein Kuchen von geröstetem Weizen mit Honig (Ath. III, 144 b, ἄρτος διὰ σησάμων πεττόμενος καὶ τάχα ὁ αὐτὸς τῷ σησαμίτῃ ὤν), Ar. Equ. 277, den der bekam, welcher die Nacht über bei der παννυχίς wachend aushalten konnte; dah. Th. 94 τοῦ γὰρ τεχνάζειν ἡμέτερος ὁ πυραμοῦς, in der List ist der Kuchen unser, d. i. bin ich des Sieges gewiß, vgl. Schol. zur Stelle und πυραμίς.
Greek (Liddell-Scott)
πῡρᾰμοῦς: οῦντος, ὁ, ἀντὶ πυραμόεις (πυρὸς) εἶδος πλακοῦντος ἐκ πεφρυγμένου σίτου καὶ μέλιτος, Ἔφιππος ἐν «Ἐφήβοις» 1. 3, πρβλ. Ἀθήν. 114Β· ἐδίδοτο δὲ εἰς ἐκεῖνον ὅστις διέμενεν ἄγρυπνος ἐν παννυχίδι, Ἰατροκλ. παρ’ Ἀθην. 647C. 2) καθόλου τῆς νίκης τὸ ἆθλον, βραβεῖον, τοῦ γὰρ τεχνάζειν ἡμέτερος ὁ π., ὡς πρὸς τὰ στρατηγήματα εἰς ἡμᾶς ἁρμόζει τὸ βραβεῖον, Ἀριστοφ. Θεσμ. 94, πρβλ. Ἱππ. 277.
French (Bailly abrégé)
οῦντος (ὁ) :
gâteau de miel et de farine.
Étymologie: πυρός.
Greek Monolingual
-οῡντος, ὁ, Α
1. είδος πίτας από ψημένο σιτάρι και μέλι
2. (με ειδική σημ.) πίτα με σύσταση παρόμοια με την παραπάνω που προσφερόταν σε εκείνον ο οποίος παρέμενε άγρυπνος κατά τη διάρκεια παννυχίδας
3. άθλο νίκης, βραβείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πυραμοῦς (< πυραμόεις, με συναίρεση) αποτελεί παρλλ. τ. της λ. πυραμίς με σημ. «είδος γλυκίσματος» με κατάλ. -όεις (βλ. λ. πυραμίδα)].