ῥαντήριος: Difference between revisions
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
(Bailly1_4) |
(36) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />arrosé, mouillé.<br />'''Étymologie:''' [[ῥαίνω]]. | |btext=α, ον :<br />arrosé, mouillé.<br />'''Étymologie:''' [[ῥαίνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α [[ῥαντήρ]]·1. αυτός στον οποίο γίνεται [[ραντισμός]] («[[πέδον]] ῥαντήριον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ῥαντήριον</i><br />το [[περιρραντήριο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A of or for sprinkling, πέδον ῥ. besprinkled, reeking, with blood, A.Ag.1092; Pors. read πέδου ῥαντήριον (as Subst.) defilement; and, in the same sense, Dobree suggested the compd. πεδορραντήριον. II ῥαντήριον, τό,= περιρραντήριον, BCH 35.286 (Delos, ii B.C.), 54.98 (ibid., ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 834] zum Benetzen, Vesprengen gehörig; πέδον ῥαντήριον, der blutbespritzte Boden, Aesch. Ag. 1063.
Greek (Liddell-Scott)
ῥαντήριος: -α, -ον, ὁ ὑποκείμενος εἰς ῥαντισμόν, πέδον ῥαντήριον, ἐρραντισμένον, κεκηλιδωμένον δι’ αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1092· ὁ Πόρσων ἀνέγνω πέδου ῥαντήριον (ὡς οὐσιαστ.), μολυσμός· καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας ὁ Dobree προτείνει τὸ σύνθετον: πεδορραντήριον.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
arrosé, mouillé.
Étymologie: ῥαίνω.
Greek Monolingual
-ον, Α ῥαντήρ·1. αυτός στον οποίο γίνεται ραντισμός («πέδον ῥαντήριον», Αισχύλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥαντήριον
το περιρραντήριο.