ῥάντισμα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
(b)
(36)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0834.png Seite 834]] τό, das Besprengte; auch = Folgdm.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0834.png Seite 834]] τό, das Besprengte; auch = Folgdm.
}}
{{grml
|mltxt=το / [[ῥάντισμα]], -ίσματος, ΝΜΑ [[ῥαντίζω]]<br />το να ραντίζει [[κανείς]] πρόσωπα, χώρο ή αντικείμενα με [[νερό]] ή με [[άλλο]] [[υγρό]] ή με [[μύρο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] δερματικής νόσου.
}}
}}

Revision as of 12:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥάντισμα Medium diacritics: ῥάντισμα Low diacritics: ράντισμα Capitals: ΡΑΝΤΙΣΜΑ
Transliteration A: rhántisma Transliteration B: rhantisma Transliteration C: rantisma Beta Code: r(a/ntisma

English (LSJ)

ατος, τό, name of a skin affection,

   A περὶ τὰς ὄψεις Vett.Val.110.17.

German (Pape)

[Seite 834] τό, das Besprengte; auch = Folgdm.

Greek Monolingual

το / ῥάντισμα, -ίσματος, ΝΜΑ ῥαντίζω
το να ραντίζει κανείς πρόσωπα, χώρο ή αντικείμενα με νερό ή με άλλο υγρό ή με μύρο
αρχ.
ονομασία δερματικής νόσου.